Γράφει η Ιωάννα Ντρε
Από μικρή δε ζούσα τη ζωή που μου έπρεπε. Ζούσα μια ζωή ξένη. Τη ζωή μιας άλλης που δε την επέλεξα εγώ. Μου την επέβαλαν. Μια ζωή που την είχαν επιλέξει άλλοι για μένα. Σα μια ζωή προκαθορισμένη, προμελετημένη που εγώ έπρεπε να τη ζήσω όπως μου τη πλάσαραν.
Το έκανα. Δε ζούσα για μένα. Δε μεγάλωνα για τα θέλω τα δικά μου. Εγώ μεγάλωνα για τους άλλους. Για τα δικά τους τα θέλω. Για τις δικές τους επιθυμίες. Για τα δικά τους τα όνειρα. Γιατί δεν ήξερα. Φοβόμουν το παραπέρα.
Φοβόμουν μη κάνω κάτι πέρα από τα συνηθισμένα της κλειστής κοινωνίας που ζούσα και με κρίνουν, με σχολιάσουν… Δε το ήθελα αυτό. Δε το άντεχα.
Έτσι έπρεπε να είμαι μέσα σε καλούπια ίδια με τα δικά τους. Όλα τα καλούπια ίδια για την αγέλη. Κάποια μέρα όμως μεγάλωσα και έβλεπα τα χρόνια που περνάνε χωρίς να έχω ζήσει τίποτα από αυτά που ήθελα.
Χωρίς να έχω τίποτα ωραίο να θυμάμαι. Μια περιπέτεια, μια εμπειρία… Τίποτα. Κενές σελίδες τόσων χρόνων…
Ούτε ένα ξέφρενο ξενύχτι με φίλες σε ένα νησί που το ξημέρωμα να είχαμε ξεχάσει το δρόμο της επιστροφής, ούτε ένα ταξίδι σε μια χώρα μακρινή να γνωρίσεις ένα ντόπιο σε μια έρημο που όλα γύρω θα μοιάζουν σαν κάτι μοναδικό, ούτε μια ελεύθερη πτώση για να φτάσει η αδρεναλίνη στα ύψη και να νιώσεις μια ξεχωριστή εμπειρία… Τίποτα.
Ένα “τίποτα” που ήθελα να γίνει “όλα”. Ήθελα να τα ζήσω, να τα βιώσω όλα αυτά και όχι να τα φαντάζομαι σαν κάτι άπιαστο.
Ήθελα η φαντασία να γίνει βίωμα και ύστερα ανάμνηση. Ήθελα επιτέλους να ζήσω και όχι απλά να υπάρχω σα θεατής της ίδιας μου της ζωής.
Ήθελα μια μέρα να ξυπνήσω και να τα έχω ζήσει όλα όσα ονειρεύτηκα. Ήθελα να είμαι χορτάτη όταν θα φτάσω στο σημείο να διηγηθώ τη ζωή μου σε επόμενες γενιές και αυτό έκανα.