Γράφει η Δήμητρα Χατζηβασιλείου
Μια φορά και έναν καιρό, γεννήθηκε ένα μωρό. Από δύο γονείς ερωτευμένους και συνεπαρμένους από την αγάπη και την λαχτάρα για ζωή. Ένα κομμάτι του εαυτού τους κόπηκε και μοιράστηκε σε μια ζωή, που ανέπνεε αθόρυβα και που τα ματάκια του αντίκριζαν για πρώτη φορά τον άγνωστο μέχρι τότε για εκείνο κόσμο.
Καθώς μεγάλωνε, οι γονείς του του έδιναν την αγάπη και την φροντίδα που μπορούσαν, που προλάβαιναν. Του μάθαιναν τον κόσμο, τις αξίες, τις κακοτοπιές αλλά και τις ομορφιές της ζωής. Μα το κυριότερο, το έκαναν ανεξάρτητο.
Δεν του έμαθαν όμως το βασικότερο. Πώς να αγαπάει σωστά τον εαυτό του.
Το παιδί καθώς μεγάλωνε άρχιζε να πληγώνεται. Γιατί του έλειπε η αγάπη, ένιωθε κενό, γιατί δεν μπορούσε να γεμίσει το δοχείο της ψυχής του με τίποτα. Κάθε του προσπάθεια στις συναναστροφές του με τον κόσμο, του δημιουργούσε και από μια πληγή. Και κάθε πληγή και από ένα ράμμα, που άφηνε σημάδια στο τρυφερό του δέρμα.
Κάθε ράμμα ήταν και εμποτισμένο με πόνο και δάκρυα. Ήταν εμποτισμένο με πικρία, απογοήτευση και ένα πελώριο γιατί. Δεν καταλάβαινε τι έκανε λάθος. Δεν καταλάβαινε τι του έλειπε έως τότε.
Ως που μια μέρα, ένα όμορφο πρωινό, γνώρισε στον δρόμο του ένα δάσκαλο. Ο δάσκαλος κοίταξε το παιδί και απόρησε, γιατί είδε την θλίψη στα μάτια του.
– Τι έχεις παιδί μου και τα μάτια σου είναι τόσο θλιμμένα; Το ρώτησε.
– Κύριε, όσο μεγαλώνω, κάνω λάθη με την συμπεριφορά μου και κάνω τους άλλους συνέχεια να θυμώνουν και να αγανακτούν. Δεν ξέρω τι κάνω λάθος. Μα το βασικότερο είναι πως έχει γεμίσει όλο μου το σώμα ράμματα και είμαι γεμάτο σημάδια. Τα βλέπω και με στεναχωρούν.
– Να μην σε στεναχωρούν παιδί μου, του απάντησε ο δάσκαλος. Είναι τα παράσημα σου αυτά. Είναι τα τρόπαια της ζωής σου, που σε δίδαξαν και θα σε διδάσκουν και στο μέλλον.
– Μα, βρε καλέ μου δάσκαλε, ακόμα πονάνε κάποιες φορές όταν βρέχει η έχει υγρασία. Τα κουβαλάω και δεν ξέρω τι παυσίπονο να παίρνω από τον πόνο που νιώθω.
– Το καλύτερο φάρμακο πουλάκι μου είναι η αγάπη του είπε ο δάσκαλος. Χάιδεψε τα και περιποιήσου τα με αγάπη, αγάπη, αγάπη.. και τότε δεν θα πονάνε πια.
Το παιδί καθώς τον άκουγε όλο προσήλωση, απόρησε για αυτά που άκουγε. Δεν είχε σκεφτεί ποτέ του με αυτό τον τρόπο. Έκτοτε, αφού τον ευχαρίστησε, κράτησε την συμβουλή του και κάθε μέρα φρόντιζε τις πληγές του με πολύ αγάπη. Με τον καιρό, τα ράμματα του τα κοιτούσε με άλλο μάτι πια. Και κατάφερνε σιγά ,σιγά να τα αγαπήσει στ’ αλήθεια.
Ως δια μαγείας έγινε πιο χαρούμενο, τα σύννεφα στα μάτια του εξαφανίστηκαν και οι σχέσεις του με τους ανθρώπους έγιναν καλύτερες και κατάφερε να χτίσει πολύ καλύτερες φιλίες.
Με τον καιρό, όλες οι πληγές του δεν πονούσαν τόσο πια.
Κάθε φορά που έβρεχε λοιπόν, έβλεπε πως δεν ενοχλείται όπως άλλοτε.
Θυμόταν το δάσκαλο και τις συμβουλές του, θυμόταν πως το να αγαπάς εσένα, με ότι κουβαλάς επάνω σου ως άνθρωπος, ήταν το βασικότερο σε αυτή τη ζωή.
Και κάπως έτσι ο ήρωας του παραμυθιού μας, εκείνο το μικρό παιδί, καθώς έγινε ενήλικας, κατάφερε και βίωσε την ευτυχία και την ολοκλήρωση, μέσα από την αγάπη και την αποδοχή του εαυτού του.
Υπέροχο!!!!!!!
εξερετικο καπετανισσα
Ναι… και μας αφορά όλους…
!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!