Ανοίξτε τους την πόρτα να φύγουν. Κανένα μην κρατήσετε ποτέ με το ζόρι. Ό,τι κι αν ζήσατε στο παρελθόν, δεν είναι πια τίποτα άλλο από μια ξεθωριασμένη ανάμνηση.
Πόσες σκιές να αντέξει η καρδιά μας να έχει. Πόσα ψίχουλα αλήθειας να ζητιανεύει από ανθρώπους που έρχονται στη ζωή μας επιλεκτικά.
Ανοίξτε τα μάτια. Σε κάθε σας δύσκολη στιγμή, σε κάθε σας ανάγκη, πόσους μετρήσατε δίπλα σας; Πόσους αλήθεια από αυτούς που είχες δεδομένους δέχτηκες το χέρι που είχες ανάγκη; Δυστυχώς, οι δύσκολες στιγμές θα φανερώνουν αλήθειες. Θα μας βγάζουν από τη δύσκολη θέση μιας μεγαλύτερης απογοήτευσης από αυτούς που έρχονται εποχιακά στη ζωή μας.
Με σιγουριά μπορώ να πω πως τα μεγαλύτερα χαστούκια τα έφαγα σε αυτές τις δύσκολες στιγμές. Εκείνες που περίμενα κι εγώ, όπως όλοι μας, τους “σίγουρους” φίλους στο πλάι. Εκείνες που με ξάφνιασαν γνωστοί που έμειναν βράχοι δίπλα μου.
Ανοίγουμε το στόμα μας και λέμε μεγάλες κουβέντες. Δύσκολες κουβέντες. “Πάντα” θα είμαι κοντά σου. Πόσες φορές αλήθεια το τιμήσαμε αυτό; Πόσα εμπόδια υπερπηδήσαμε για να το βγάλουμε ασπροπρόσωπο; Ένα για πάντα με ημερομηνία λήξης. Αν μονάχα λέγαμε θα είμαι εδώ για λίγο, πριν να φουρτουνιάσει μέσα μας θα είχαμε αλήθεια λιγότερους πληγωμένους ανθρώπους.
Οι άνθρωποι έχουν τα μεγάλα υπέρλαμπρα λόγια έτοιμα. Εκεί, να προκαλέσουν θαυμασμό, σιγουριά, ασφάλεια. Δεκάρα δεν δίνουν αν μπορούν να φέρουν εις πέρα τις υποσχέσεις τους. Και κάπως έτσι σιγά – σιγά, σχεδόν προγραμματισμένα πια, σταματήσαμε να ελπίζουμε, να δίνουμε την καρδιά μας με όλη μας την ψυχή.
Αφήσαμε τη λογική να μας περιορίζει. Να μας χαστουκίζει. Να κρατά καμπανάκια κάθε που πάμε να συνδεθούμε με άνθρωπο. Μα αλήθεια, αντέχεται αυτή η μοναξιά της ψυχής; Να μην μπορείς να χαρείς με την καρδιά σου το όμορφο συναίσθημα του δούναι και λαβείν. Γεμίσαμε καχυποψία κάθε καλή πράξη που δεχόμαστε από ανθρώπους που αλήθεια μας νοιάζονται. Μάθαμε να λέμε συνέχεια “γιατί” να συμπεριφέρεται ο άλλος καλά σε εμάς. Τι να χρειάζεται αλήθεια.
Ευτυχώς ακόμη δεν χάθηκε η ανθρωπιά. Ίσως να σπανίζει, μα αλήθεια ακόμα υπάρχει.
Αν επιμένουμε να κρατάμε ανθρώπους στη ζωή μας που πηγαινοέρχονται, το μόνο που κάνουμε είναι να παρατείνουμε μονόδρομες σχέσεις. Κι ας είναι φιλικές, ερωτικές, ας τις ονομάσουμε ό,τι ζητά η καρδιά μας, αυτοί που πραγματικά θέλουν να είναι στη ζωή μας, δεν το κουνάνε ρούπι από δίπλα μας. Ούτε στις φουρτούνες μας, ούτε στις μαύρες μας.
Εκεί μας αγαπάνε διπλά. Γιατί ξέρουν πως όσοι νοιάζονται προσφέρουν μόνο την αγάπη τους. Μόνο αυτή μπορεί να γιατρέψει και να κάψει το παρελθόν. Δίπλα μας μετράνε μόνο αυτοί που έμειναν.
Δεν έχει σημασία αν είναι λίγοι ή πολλοί. Το μόνο που μετρά είναι ότι δεν έφυγαν στη φουρτούνα μας.
ΧΡΙΣΤΙΑΝΑ ΠΑΝΑΓΙΔΟΥ
Ο πιστευων στην δυναμη του σατανα ειναι
Διαβολος του .
Ο Αγαπων τον Χριστο…. Ορθοδοξος Έλληνας Χριστιανος.
Μα τί είναι Ορθα γνωρίζω τον εαυτον μου δοξάζωντας την Αγαπη του Θεου ?
ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ
«Γέροντα, από πού θα γνωρίσω ότι έχω προκόψει στην πνευματική ζωή;»
Το φως και μάλιστα το φως του Χριστού όχι μόνο φωτίζει αλλά και ζεσταίνει. Όταν βγαίνει ο ήλιος ζεσταίνει την γη. Όταν φεύγει ο ήλιος και νυχτώνει αρχίζει η παγωνιά.
Όπου το φως του Χριστού, ζεσταίνονται οι ψυχές. Και όταν φύγει το φως του Χριστού έρχεται η παγωνιά στις ψυχές. Η παγωνιά αυτή, κάνει τον κάθε άνθρωπο που πλησιάζει έναν άλλο και βλέπει την παγωνιά πάνω του, να τρέμει. Να παγώνει και ο ίδιος. Γιατί; Γιατί η απομάκρυνση από τον Θεό είναι κάτι το τρομακτικό.
Εμπιστεύεσαι σε άνθρωπο άθεο; Και άμα τον εμπιστεύεσαι είσαι ανόητος. Γιατί ο άνθρωπος που δεν πιστεύει στο Θεό, ούτε καλή συνείδηση μπορεί να έχει, ούτε συνέπεια σε τίποτε. Και προπαντός είναι έκδοτος σε όλα τα πάθη. Να αρπάξει, να ψευδορκήσει, να κάνει οποιαδήποτε ασχήμια και αισχρότητα. Όταν βρίσκουμε άνθρωπο που δεν πιστεύει στο Θεό νοιώθουμε ένα κομμάτι πάγο πάνω μας. Και δεν ξέρουμε πώς να περιφρουρήσουμε τον εαυτό μας. Η πίστη στον Χριστό είναι ζεστασιά.
Η Αγία Γραφή μιλά για μία χωριάτισσα γυναίκα την «χαναναία». Είχε ένα κορίτσι άρρωστο. Πήγε στον Χριστό, γονάτισε μπροστά του και φώναζε:
-Λυπήσου με Χριστέ μου, σώσε το κορίτσι μου.
Ο Χριστός θέλοντας να την δοκιμάσει της απάντησε:
-Δεν είναι καλό πράγμα, να πάρει κανείς το ψωμί των παιδιών του, να το πετάξει στα σκυλιά.
Τι έκανε ο Χριστός; Της έρριξε ένα καζάνι παγωμένο νερό. Ή μήπως δεν είναι καζάνι παγωμένο νερό, να παρακαλάει γονατιστή και να της λέει: «Δεν πετάνε το ψωμί των παιδιών στα σκυλιά»; Εκείνη του απάντησε:
-Ναι, Κύριε, και τα σκυλιά τρώνε από τα ψίχουλα.
Τότε ο Χριστός είπε:
-Ω γύναι, μεγάλη σου η πίστις. Γενηθήτω σοι ως θέλεις.
Τι σημαίνει «Ω γύναι, μεγάλη σου η πίστις»; Εσύ έχεις την ζεστασιά της πίστεως τέτοια που η δοκιμασία που σου έκανα, παγωμένο νερό επάνω σου, δεν σε πάγωσε. Αλλά έμεινες ζεστή.
Εμείς, όταν αισθανθούμε δοκιμασία, παγώνουμε στην πίστη; Αν ναι, τι κρίμα! Εάν μείνεις σταθερός και ζεστός, με το φως της πίστεως, σου λέει ο Χριστός: «Μεγάλη σου η πίστις. Γενηθήτω σοι ως θέλεις». Όταν κάνουμε προσευχή, παρακαλούμε τον Χριστό: «Πάτερ ημών … γενηθήτω το θέλημά σου». Όχι το δικό μου Χριστέ μου. Το δικό σου.
Όταν εμείς δείχνουμε την ζεστασιά της πίστης, αλλάζει ο Χριστός τα λόγια. Και λέει: «Όχι το δικό μου. Το δικό σου παιδί μου θα γίνει. Αυτή την στιγμή».
Άμα δεν ποθούμε να ακούσουμε αυτά τα λόγια του Χριστού έχουμε κουκούτσι μυαλό; Όταν δεν βλέπουμε την μεγαλωσύνη τού θελήματος του Θεού και την μεγαλωσύνη της ζεστασιάς της γνώσεως και του φωτός του Χριστού, έχουμε κουκούτσι μυαλό; Γιατί τι μεγαλύτερο θα κερδίσεις σε όλη σου τη ζωή, όσο και να αγωνιστείς, από την Βασιλεία του Θεού;
Το φως μας ξυπνά, μας προστατεύει
Αλλά όποιος πιστεύει στον Θεό, δεν έχει μόνο φως και ζεστασιά. Έχει και κάτι ακόμη. Την παρηγοριά και την χαρά της πίστεως. Ακόμη το φως του Θεού μάς ξυπνάει. Όταν είναι σκοτάδι κοιμόμαστε. Όταν φωτίσει ξυπνάμε. Συνεπώς το φως του Χριστού, είναι για μας μία ευεργεσία. Γιατί; Γιατί μας δημιουργεί την αίσθηση της ευθύνης.
Την παλαιότερη εποχή, στα ακρωτήρια, έβαζαν ένα φάρο. Στην κορυφή του άναβαν φως. Για να βλέπουν τα καράβια πού είναι θάλασσα και πού στεριά. Γιατί όταν δεν υπήρχε φάρος αναμμένος, κινδύνευαν τα καράβια να πέσουν στα βράχια και να καταστραφούν.
Μία φορά ρώτησε κάποιος τον φαροφύλακα:
-Αυτό δεν σβήνει ποτέ;
-Όχι. Δεν κάνει να σβήσει. Δεν το αφήνουμε να σβήσει.
-Μα γιατί; Και αν σβήσει;
Απάντησε ο φαροφύλακας:
-Ξέρεις τι λες αδελφέ μου; Άμα ο φάρος σβήσει, το καράβι που έρχεται θα πέσει στα βράχια. Πολλοί άνθρωποι θα πνιγούν. Και εκείνοι που θα ζουν, θα καταριούνται εκείνον που φρόντιζε τον φάρο. Εγώ, δεν θέλω να με καταριέται κανένας. Γι’ αυτό δεν αφήνω να σβήσει το φως του φάρου ποτέ.
***
Αγιων Πατέρων . Δείτε λιγότερα
έτσι ακριβώς με το ζόρι κανέναν
ίσα ίσα αυτοί είναι που μας περνούν και την ενέργεια