Γράφει η Λιάνα
Και έρχεται η στιγμή του ταμείου. Τώρα που πέρασε ο καιρός και το μυαλό καθάρισε. Τώρα που η ζωή με φλερτάρει ξανά και με καλεί να ξαναρχίσω.
Δεν ξέρω τι έχασα, αν έχασα. Δεν με νοιάζει πια. Πλήρωσα, ξεμπέρδεψα και συγχώρεσα. Το πιο σημαντικό όμως απ’ όλα είναι πως είδα τα δικά μου λάθη. Μοίρασα τις ευθύνες κι απελευθερώθηκα.
Κι αν κάτι είναι πιο καθαρό απ’ όλα μέσα μου είναι η ψυχή μου. Αυτή δεν κατάφερε κανείς και τίποτα να την αλλάξει. Ούτε οι πίκρες, ούτε η κακία, ούτε καν η αχαριστία που εισέπραξα, η αδικία και τα λόγια που δεκάδες φορές μείωσαν όλους μου τους αγώνες.
Τώρα, περισσότερο από ποτέ, παράδοξα και παράλογα, παρ’ όλες τις μνήμες που κάτι νύχτες μαστιγώνουν, παρ’ όλους αυτούς που τοξικά εισέβαλαν στη ζωή μου και βόλεψαν τα κόμπλεξ τους, εγώ έχω την ανάγκη να βοηθήσω, να δώσω, να συμβουλέψω.
Εγώ χρειάζομαι να μοιραστώ όλο αυτό που άνθισε μέσα μου, απλά αγαπώντας τον εαυτό μου, να γεμίσω τη ζωή ανθρώπων που νιώθουν αδύναμοι με ελπίδα και όνειρα.
Τώρα που οι ώρες με τον εαυτό μου, έγιναν γαλήνη και ανακούφιση, ψάχνω γύρω μου συννεφιασμένα πρόσωπα, για να μπορέσω να τους χαρίσω έστω ένα χαμόγελο.
Γιατί καμιά ζωή σ’ αυτόν τον κόσμο, δεν αξίζει να υποφέρει. Γιατί όλοι πρέπει να έχουν μια δεύτερη ευκαιρία. Γιατί ο καθένας μας, όταν βουλιάζει, πρέπει να βρίσκει στα σκοτάδια του, χέρια να τον κρατήσουν στην επιφάνεια.
Σπούδασα μέσα στις δυσκολίες, στις αποτυχίες, στις εξαρτήσεις και στα ψέμματα. Κι αποφοίτησα πιο δυνατή. Πιο αληθινή και σκληρά ειλικρινής. Κι επειδή καμιά ζωή δεν έρχεται με οδηγίες, καμιά μέρα δεν είναι παραγγελία, συμπέρανα πως αν κάτι μένει ατόφιο, είναι η καλοσύνη. Είναι να μένεις άνθρωπος.
Δεν γνωρίζω αν επιστρέφονται όσα δίνεις, αν κάποια στιγμή επιβραβεύεσαι, μα αν αυτοσκοπός είναι η ανταμοιβή, χάνεται η αξία της προσφοράς.
Κι έτσι απλώνω τα χέρια μου, ανοίγω την αγκαλιά μου και στέκομαι δίπλα σε όποιον δυσκολεύεται να βρει το βήμα του. Κι αυτό κάθε πρωί με κάνει, μέσα σε αυτές τις δύσκολες μέρες, να βρίσκω κι εγώ τον δικό μου προορισμό.
ΠΟΛΥ ΣΩΣΤΑ.
ΔΗΜΙΟΣ.