Γράφει ο Τριστάνος
Σχέσεις καταδικασμένες να εκτίσουν την χειρότερη ποινή που υπάρχει, και δεν είναι άλλη, από τον “αργό θάνατο”.
Διότι στο γρήγορο θάνατο δεν καταλαβαίνεις πολλά και τελειώνουν όλα σε μία στιγμή. Καταστάσεις που διαιωνίζονται, τρώγοντας καθημερινά – σαν ένα θλιβερό μικρόβιο -βασανιστικά την ψυχή των εμπλεκομένων.
Πρώην εραστές, που αναγκάζονται πλέον να συμβιώνουν, για το χατίρι μιας ψυχρής οικονομικής συμφωνίας ή για την – αμφισβητούμενη – ψυχική υγεία των παιδιών, ενώ στην ουσία ίσως όλο αυτό, να αποτελεί μία καλή δικαιολογία, για την αποφυγή του ξεβολέματος.
Αγάπες με ημερομηνία λήξεως, που ξεκίνησαν από χλιαρούς έρωτες και συνέχισαν με την προσδοκία της βελτίωσης – που όμως δεν ήρθε ποτέ – και κατέληξαν σε έναν οικονομικό και κοινωνικό εγκλωβισμό.
Τα μάτια χάνουν την λάμψη τους και ο καθημερινός μαρασμός, σε κάνει να βυθίζεσαι σε μία κινούμενη άμμο, που σε καταπίνει σιγά – σιγά.
Οι αισθήσεις και τα συναισθήματα, χάνουν την αίγλη τους και συνηθίζεις να ζεις στην ανυπαρξία, μέσα σε μια εικονική πραγματικότητα, που συντηρείται διότι κανένας δεν θέλει να παραδεχθεί το προφανές.
“Μας τελείωσε βρε αδερφέ”. Η σχέση έχει τελειώσει και υποβαστάζεται με αμφίβολα δεκανίκια, προσφέροντας μόνο χαμένο χρόνο και μια ζωή που περνάει δίχως κανένα λόγο και ουσία πια.
“Δεν θέλω άλλο την ασφάλεια και την ζωή που μου έχει επιβληθεί να ζήσω. Δε με ενδιαφέρει τι θα πει ο κόσμος, ούτε και αν θα δυσαρεστήσω γονείς, φίλους, παιδιά περίγυρο και συγγενείς.
Δεν αντέχω άλλο την υποκρισία και να παίζω το ρόλο του ευτυχισμένου, σε ένα θεατρικό έργο που είναι καταδικασμένο να αποτύχει. Δεν μπορώ να κοιμάμαι πλέον σε κρύα σεντόνια, δίχως την επαφή των σωμάτων.
Να ανυπομονώ για μια γλυκιά κουβέντα, για μία σφιχτή αγκαλιά, από εκείνες μωρέ, που βλέπουμε στα έργα, από τους ανθρώπους που αγαπιούνται. Εκείνους που φλέγονται από πάθος και τα μάτια τους γυαλίζουν από τρέλα και επιθυμία.
Δεν θέλω να κυλήσουν άλλα χρόνια και δάκρυα, μέσα σε έναν νεκρό γάμο. Να ξεσπάω καθημερινά στο φαγητό, στο ποτό και σε τσιγάρα, διαλύοντας το σώμα μου και την ψυχολογία μου. Θέλω να ζήσω μια ζωή που θα ταιριάζει σε μένα και όχι που να ταιριάζει στους άλλους.
Θέλω να νιώσω ότι υπάρχω – όχι μόνο ότι βρίσκομαι στο χώρο. Να ξυπνήσουν ξεχασμένα ένστικτα που είχα κάποτε – τότε που μπορούσα να αισθάνομαι!
Χρωστάω στον εαυτό μου αληθινές στιγμές και ένα ταξίδι – αυτό που τα “πρέπει”, δεν με άφησαν να πάω. Ένα ταξίδι με το ξέφρενο τρένο του έρωτα.
Θέλω μια αγάπη να με κοιτάει κατάματα, χωρίς να σκύβει από ανημποριά το κεφάλι και να μου λέει: “καίγομαι για σένα”, “πεθαίνω για την πάρτη σου”, “θα έκανα τα πάντα για να χαμογελάς”!
Θέλω ηλιοβασιλέματα με μουσική και ερωτικά λόγια. Να τρέχουμε στην βροχή και να γελάμε σαν μικρά παιδιά. Να μιλάμε με σιωπές και να διψάμε για ανάσες.
Να ταξιδεύουμε στο ίδιο όνειρο, με έναν μόνο προορισμό – την ευτυχία.
Αυτό θέλω και ας μην είναι πρέπον. Ας μην είναι ασφαλές και σίγουρο. Ας μην είναι αποδεκτό από κανέναν. Είναι από μένα και μου φτάνει. Και δεν θα επιτρέψω σε καμία κατάσταση να κλέψει μόνιμα το χαμόγελο μου.
Δεν θα χάσω άλλο χρόνο, προσπαθώντας να διατηρώ στην ζωή μια σχέση με μηχανική υποστήριξη. Έφτασε η ώρα επιτέλους που θα μπορώ να ανασαίνω ελεύθερα. Έφτασε η ώρα που θα κάνω αυτό που σε μένα αρέσει.
Έφτασε η ΔΙΚΗ μου ώρα! Και δεν με κρατάει κανείς πια…
ΜΠΡΑΒΟ ΦΙΛΕ.
ΧΤΥΠΗΣΕΣ ΤΟ ΚΑΡΦΙ’ ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΗ.
ΑΚΡΙΒΟΣ ΕΤΣΗ ΕΙΝΑΙ.
ΔΗΜΙΟΣ.