Γράφει η Βασιλική Κοτλίτσα
Υπάρχουν άνθρωποι μονάχοι. Άνθρωποι σκυθρωποί, μουντοί, άκεφοι, που περπατούν γύρω μας καθημερινά με το βλέμμα τους λίγο χαμένο.. Άλλοτε βρίσκονται ακριβώς δίπλα μας και άλλοτε χιλιόμετρα μακριά. Σε οποία απόσταση και αν βρίσκονται, σίγουρα όλοι έχουμε γνωρίσει κάποιους.
Ανθρώπους που ψάχνουν κρυφά την ελευθερία τους, το χαμόγελό τους , το δίκιο τους ακόμα και το πραγματικό εαυτό τους που βρίσκεται κάπου χαμένος.
Κλεισμένοι στις σκέψεις τους, σκεπτόμενοι τις δύσκολες στιγμές που πέρασαν και τους δύσβατους δρόμους που συνάντησαν στο πέρασμα τους. Μα πάνω απ’ όλα εκείνους που έχασαν την ελευθερία της ψυχής τους.
Αυτοί που πέρασαν σαράντα κύματα κολυμπώντας σε βαθιά νερά. Θάλασσες φουρτουνιασμένες σε θολό τοπίο.
Αυτοί που ανέβηκαν βουνά χωρίς σκοινί. Εκείνοι που διέσχισαν ποτάμια χωρίς τον κατάλληλο εξοπλισμό. Εκείνοι οι μοναχοί καβαλάρηδες σε ένα άλογο ψηλό που δεν ήξερε ακόμα τον προορισμό. Αυτοί οι βουβοί παρατηρητές σε ένα σκηνικό που σήκωναν τα χέρια ψηλά χωρίς να μπορούν να κάνουν βήμα.
Εραστές μιας παγιδευμένης ζωής που την περνούσαν τάχα μου για ονειρεμένη.
Αυτοί οι άνθρωποι λοιπόν, ψάχνουν από κάπου να πιαστούν, να σταθούν και να νιώσουν την ελπίδα να ζωντανεύει ξανά. Προσπαθούν από κάπου να γαντζωθούν για να νιώσουν ξανά την αναπνοή τους να ακούγετε χωρίς διακοπή. Να βρουν και πάλι την ελευθερία που κουβαλούν ακόμα μέσα τους, χωρίς να το γνωρίζουν.
Ψάχνουν από κάποιον να τους δώσει μια σπρωξιά για να ανέβουν ξανά στην κορυφή, από εκεί που είχαν αρχίσει.
Ψάχνουν κάπου να πετάξουν , κάπου να στραφούν, κάπου να διαβούν και να αράξουν.
Δε κατάλαβαν όμως μέσα στο χρόνο που πέρασε, πως η ελευθερία είναι η υγεία, το χαμόγελο, ο ήλιος, η Ανατολή. Τα μικρά πράγματα που δίνουν ζωή. Η μέρα, η φύση, το πέρασμα του χρόνου.
Απλά κλείνονται στη παγίδα τους, περιμένοντας το αύριο, ένα αύριο που μπορεί να μην έρθει ποτέ!