Όταν σου λέω πορτοκάλι, να βγαίνεις
Χάρης & Πάνος Κατσιμίχας –
Στίχοι: Χάρης & Πάνος Κατσιμίχας
Μουσική: Χάρης & Πάνος Κατσιμίχας
Γυρίζω μες στο σπίτι μόνος μου,
οι γέροι μου δεν είναι εδώ.
Τριγύρω, όλα τα πράματα τα ξέρω από παιδί.
Ανοίγω το συρτάρι: Κάτι ψευτοκοσμήματα της μάνας μου
Πηγαίνω στο σαλόνι. Όλα, σε άλλες εποχές σταματημένα.
Μετράει ανάποδα ο καιρός, πάνω σε κάτι γυαλικά
Είναι πολύ σκληρό, να θάβεις τα ξύλινα σπαθιά σου,
και ξαφνικά να μεγαλώνεις με χίλια δυο γιατί
μες στην καρδιά σου, μες στην καρδιά σου.
Ταξιδεύοντας σε γκρίζες θάλασσες, στα λίγα φωτεινά
διαλείμματα δροσιάς,
άκουσα το τραγούδι ως το τέλος κι ο θάνατος γελούσε
Γυρίζω μες στο σπίτι μόνος μου,
οι γέροι μου δεν είν’ εδώ.
Ανοίγω τη ντουλάπα και μέσα στο καθρέφτη
βλέπω ένα παιδί να μου γελάει και να μου λέει:
« – Εμένα μ’ έχουν βάλει τιμωρία.
Όμως, κάθε φορά που θέλεις να ‘ρχεσαι από ‘δω,
απ’ το γυαλί να μπαινοβγαίνεις.
Εμένα δε με βλέπουνε,
κι, όταν σου λέω πορτοκάλι τρεις φορές, να βγαίνεις.»
Γυρίζω μες στο σπίτι μόνος μου.
Αυτό που έχει σημασία στη ζωή δεν είναι τι σου συμβαίνει, αλλά τι θυμάσαι και πώς το θυμάσαι.
Gabriel García Márquez, γ. 1927,
Δεν θυμόμαστε μέρες. Θυμόμαστε στιγμές.
Cesare Pavese, 1908-1950, Ιταλός συγγραφέας
“Φτάνει”
Σταμάτης Κραουνάκης
Στίχοι: Λίνα Νικολακοπούλου
Μουσική: Σταμάτης Κραουνάκης
Φτάνει,
ένα τίποτα, μια λέξη, ένας ήχος,
για να ξανάρθουν ζωντανά,
Φτάνει,
μια μυρωδιά βασιλικού,
από παράθυρα ανοιγμένα.
Φτάνει,
για να με πάει πάντα εμένα,
οκτώ χρονών στην εξοχή,
πίσω απ το σπίτι του επιστάτη,
κάτω απ τον ίσκιο μιας ελιάς.
Φτάνει,
μια μαύρη μέλισσα χλωμή,
που να ρουφάει μ’ ηδονή,
απ το λουλούδι που αγαπούσα,
όλη τη γύρη.
Μέχρι που το ‘κανε
Φτάνει,
μ’ αυτό το φόβο
να περνάω την ζωή μου,
πάντα πάντα,
Ακόμα κι άμα τυφλωνόσουνα
δε θα φευγαν ποτέ από το νου σου,
όλα αυτά που είδαν τα μάτια σου,
σα θύμηση, θα ταξιδεύουν στο ταβάνι
τ’ ουρανού σου !
Ακόμα κι άμα στα ξερίζωνα τα χείλη αυτά,
που άλλα έχουν φιλήσει,
την γεύση της απόλαυσης που νιώσανε,
θα την θυμόσουν ως το θάνατο.
Αυτή η πρώτη σου ζωή
μ έχει νικήσει !
Πάντα εκεί…
Προπαντός όταν οι μέρες φαίνονται ατέλειωτες, είναι που αρχίζουν τα χρόνια να περνάνε γρήγορα.
Η αληθινή ευτυχία βρίσκεται στις αναμνήσεις και στις ελπίδες.
Γεώργιος Δροσίνης, 1859-1951, Ποιητής
Παλιά Καλοκαίρια
Χάρης & Πάνος Κατσιμίχας –
Στίχοι: Λένα Παπά
Μουσική: Χάρης & Πάνος Κατσιμίχας
Καρπίζουν μέσα μου παλιά καλοκαίρια,
ανάβουνε βλέμματα αλλοτινά,
Τίποτα, τίποτα δεν χάθηκε στ’ αλήθεια,
Μια σπίθα μόνο ανάβει πυρκαγιές,
στις θημωνιές της μνήμης,
Κι αν η ελπίδα το μέλλον συντηρεί
η μνήμη τρέφει το παρόν
το παρελθόν μας δικαιώνοντας .
Γιατί, ό,τι υπήρξε μια φορά,
δεν γίνεται να πάψει να έχει υπάρξει .
Τα παιδιά είναι εντελώς εγωκεντρικά. Αισθάνονται τις ανάγκες τους έντονα και αγωνίζονται ανηλεώς για να τις ικανοποιήσουν.
Μίλησα, μ αυτό το ψεύτη, με το καπέλο το ριχτό,
που ζει μέσα στον καθρέφτη.
Του πα «Φίλε μου ως εδώ, σήμερα μιλάω εγώ!»,
«Θα σε αφήσω μοναχό σου, μ ένα πιάνο στη γωνιά,
δεν αντέχω τον καημό σου !»
Κι άνοιξα την πόρτα, να φύγω, να ελευθερωθώ,
να βγω ξανά στα φώτα, στην πόλη που αγαπώ,
να βρω καινούριους φίλους, καινούρια μυστικά,
χαρούμενα τραγούδια, είμαι παιδί ξανά !
Τίποτα δε με κρατούσε, από τη ζωή μακρυά,
μόνο ο τύπος στον καθρέπτη,
Κι άνοιξα την πόρτα, να φύγω, να ελευθερωθώ,
να βγω ξανά στα φώτα, στην πόλη που αγαπώ,
να βρω καινούριους φίλους, καινούρια μυστικά,
χαρούμενα τραγούδια, είμαι παιδί ξανά !
Γίνομαι μικρό παιδί ξανά !
Τα ενθύμια σε κάνουν να αισθάνεσαι
τόσο υπέροχα γέρος και λυπημένος.
Τζωρτζ Μπέρναρντ Σω, 1856-1950,
Πες μου μόνο, από πού
να ξανάρθω,
Ποια άλλη μάρκα τσιγάρου
να μάθω,
Ποιος μου σπρώχνει συνέχεια
το σκαμπό κάτω απ’ τα πόδια ;
Ποιος μου ρίχνει όλο στάχτες
Ποιος μου στρώνει σε ξένα κρεβάτια ;
Και σε ποιόν να πω,
Κι από τον ουρανό πέφτουν ζάρια,
Τραπουλόχαρτα, κόμιξ και ζαχαρωτά.
Αγγελούδια σε ροζ μαξιλάρια,
αστροστόλιστα πιάνα,
Μα εγώ θέλω να μάθω
για όλα εκείνα τα παιδάκια,
που πιστέψανε για πάντα σ’ όλα αυτά.
που το σκάσανε νωρίς απ’ το σπίτι,
που έζησαν πολλά …
Φώτισέ τα μου, που ψάχνουν
Εγώ θέλω να μάθω
για όλα εκείνα τα παιδάκια,
που πιστέψαν και δοθήκαν σε όλα αυτά .
Φώτισέ τα μου που ψάχνουν
στα τυφλά !
Να θυμάσαι πως κάθε άνθρωπος που συναντάς κάτι φοβάται, κάτι αγαπά και κάτι έχει χάσει.
Παιδί με το γρατζουνισμένο γόνατο
Μαρία Δημητριάδη
Στίχοι : Οδυσσέα Ελύτη
Μουσική : Γιάννη Μαρκόπουλου
Ερμηνεία : Μαρία Δημητριάδη
Παιδί με το γρατζουνισμένο γόνατο,
κουρεμένο κεφάλι, όνειρο ακούρευτο,
ποδιά με σταυρωμένες άγκυρες.
Μπράτσο του πεύκου, γλώσσα του ψαριού,
Κοντά σου είδες ν’ ασπρίζει ένα βρεμένο βότσαλο,
άκουσες να σφυρίζει ένα καλάμι.
Τα πιο γυμνά τοπία που γνώρισες,
Βαθιά-βαθιά ο περίπατος του σπάρου,
ψηλά-ψηλά της εκκλησίτσας το καπέλο
Παιδί με το γρατζουνισμένο γόνατο,
χαϊμαλί τρελό, σαγόνι πεισματάρικο.
Παντελονάκι αέρινο,
στήθος του βράχου, κρίνο του νερού.
Μορτάκι του άσπρου σύννεφου !
Τα παιδιά είναι η μόνη μορφή αθανασίας για την οποία μπορούμε να είμαστε σίγουροι.
Δεν φταίω εγώ που μεγαλώνω
Γιάννης Νικολάου / Παντελής Θαλασσινός
Και να. που τα ταξίδια
μείναν μόνο όνειρα…
Και να, που οι φωνές
Και να, που η ζωή
τώρα κυλάει πιο γρήγορα…
Και να, που τα παιδιά
Δε φταίω εγώ που μεγαλώνω !
Χτυπάει πισώπλατα ο χρόνος !
Δε φταίω εγώ που μεγαλώνω,
Ραγίσαν τα φεγγάρια
που χε φέρει η άνοιξη.
Μαρμάρωσε το φως
Φτιασίδι ερωτικό
που θα φοραέι το αύριο,
στις πιάτσες της βροχής,
που θα πουλιέται Σάββατο.
Αν δεν χαθείς ποτέ, υπάρχουν πολλές πιθανότητες να μη βρεθείς επίσης ποτέ.
Τα παιδιά που χάθηκαν
Διονύσης Σαββόπουλος
Στίχοι / μουσική: Δ. Σαββόπουλος
Δίσκος: Το περιβόλι του τρελού
Τα πιο ωραία παραμύθια,
απ’ όσα μου ‘χεις διηγηθεί,
αχ, είν’ εκείνα που μιλούσαν,
για τα παιδιά που ‘χουν χαθεί,
αχ, είν’ εκείνα που μιλούσαν
Για τα παιδιά, που χάθηκαν
στο στοιχειωμένο δάσος,
στις λίμνες, στο βορρά,
για τα παιδιά, που χάθηκαν
στου δράκου το πηγάδι,
Σε συμμορίες με ζητιάνους,
σε αχυρώνες και σ’ αυλές
και σε καράβια του πελάγους
με λαθρεμπόρους πειρατές,
και σε καράβια του πελάγους
Για τα παιδιά, που τα ‘συραν
στης Αφρικής τις αγορές,
εμπόροι και ληστές
και φοβισμένα κι ορφανά
στη Σμύρνη και στη Βενετιά,
Ψωμί ζητήσαν του φουρνάρη,
λίγο νερό του καφετζή,
τα διώχνει, ο πρώτος, μ’ ένα φτυάρι,
κι ο άλλος λύνει το σκυλί,
τα διώχνει, ο πρώτος, μ’ ένα φτυάρι,
Στις λυπημένες πολιτείες
πέφτει μια κίτρινη βροχή,
στο σώμα μου έχω ανατριχίλες
και το ‘να δόντι μου πονεί,
στο σώμα μου έχω ανατριχίλες
Το γράμμα σου δέκα σελίδες,
πάλι η ίδια συμβουλή,
μου λες στο σπίτι να γυρίσω,
μου λες ν’ αλλάξω πια ζωή,
μου λες στο σπίτι να γυρίσω
Ομίχλη πέφτει στις σκεπές,
φεύγουν οι φάτσες σαν σκιές
και τρέμει το κερί,
φωτιές ανάβουν στις ακτές,
μέσα στ’ αυτιά μου ακούω στριγκλιές,
και τρέμω σαν πουλί !
Τα παιδιά είναι εντελώς εγωκεντρικά. Αισθάνονται τις ανάγκες τους έντονα και αγωνίζονται ανηλεώς για να τις ικανοποιήσουν.
Το ωραίο καλοκαίρι
Χάρης & Πάνος Κατσιμίχας
Στίχοι: Αργύρης Χιόνης
Μουσική: Χάρης & Πάνος Κατσιμίχας
Πρώτη εκτέλεση: Χάρης & Πάνος Κατσιμίχας – Πασχάλης
Ήταν ωραίο αυτό το καλοκαίρι,
Μια κάτασπρη τουρίστρια τα ‘φτιαξε με τον ήλιο,
κοιμήθηκε μαζί του, μέρες, μήνες,
σκούρυνε, αφομοιώθηκε απ’ το τοπίο,
Ένας παππούς, που έκανε αμμόλουτρα,
ξεχάστηκε θαμμένος, μες την άμμο,
όταν τον θυμηθήκανε, μετά από μέρες,
Ένα παιδί δαρμένο έγινε αχινός,
« αν τους βαστάει τώρα ας με ξαναδείρουν », είπε,
πήρανε ο μπαμπάς κι η μαμά μαχαίρι και πηρούνι
Βαθιά, ένα καράβι έμενε ακίνητο,
ακίνητο ένα καλοκαίρι,
φυσούσαν άνεμοι, φουσκώναν τα πανιά,
δεν έλεγε να φύγει, τι περίμενε, τι περίμενε
Ήταν ωραίο αυτό το καλοκαίρι,
ήταν ωραίο, αλλά και επικίνδυνο
κανείς δεν ξέρει…
ήταν ωραίο αυτό το καλοκαίρι,
κανείς δεν ξέρει…
Οι γονείς είναι το κόκαλο πάνω στο οποίο τα παιδιά
ακονίζουν τα δόντια τους.
Ψάχνω να βρω μία διέξοδο φυγής,
ένα σημείο επαφής, σημείο ζωής.
Ψάχνω να βρω τα χρόνια μου τα παιδικά,
που είχα δώσει δανεικά
στον χρόνο, αυτόν τον πιστωτή,
Που τα χρόνια μου έχει κάψει
και προσπάθησε ν’ αλλάξει
Μα, θέλω να μείνω παιδί ακόμα,
θέλω να μείνω παιδί ακόμα.
στην καρδιά και στην ψυχή,
Μα, θέλω να μείνω παιδί ακόμα.
θέλω να μείνω παιδί ακόμα,
στην καρδιά και στην ψυχή,
αφού δεν γίνεται να είμαι στο σώμα,
Θέλω μια νύχτα μες στον κόσμο να χαθώ,
με την αγάπη οδηγό, να ονειρευτώ.
Πως ξαναζώ τα χρόνια μου τα παιδικά,
που είχα δώσει δανεικά
στον χρόνο, αυτόν τον πιστωτή,
Που τα χρόνια μου έχει κάψει
και προσπάθησε ν’ αλλάξει
τον εαυτό μου, τον εαυτό μου !!
Είναι γλυκό, σ’ όλες τις ηλικίες,
ν’ αφήνεσαι να σ’ οδηγεί η φαντασία.
Marcel Proust, 1871-1922, Γάλλος συγγραφέας