Καλά Χριστούγεννα πατέρα!

Καλά Χριστούγεννα πατέρα!

19 Δεκεμβρίου, 2022 4 Από Καλλιόπη Σουφλή
Προβολές:395
Μοίρασέ το

 

 

 

Όταν ξυπνούν οι αναμνήσεις από αλλοτινές εποχές, βγαίνουν σεργιάνι οι εικόνες, τα πρόσωπα …τα γεγονότα…

Εποχές δύσκολες και φτωχικές, μα είχαν άλλη φτιαξιά οι άνθρωποι…

Φτωχοί, μα αξιοπρεπείς… φτωχοί, μα έλαμπε το σπίτι τους από την πάστρα και στις μέρες των γιορτών, ακόμα περισσότερο… φτωχοί, μα δεν έλειπε από μέσα τους η πίστη στην παράδοση… φτωχοί, μα αγαπημένοι… δεμένες οι οικογένειες…

Κάτι τέτοια αναπολήματα, με γυρίζουν στα χρόνια της παιδικής μου αθωότητας… σ’ εκείνες τις μέρες που μπορεί να ήταν φτωχικές, αλλά το κάθε τι το ένοιωθες… το ζούσες ως τα μύχια της ψυχής σου…όλα είχαν ένα διαφορετικό άγγιγμα…

Εδώ και δεκαετίες, τίποτα δεν μας αγγίζει… ακόμα κι οι γιορτές μοιάζουν τόσο θλιμμένες…

Δεν είναι η εξωτερική παγωμάρα… είναι ο πάγος μέσα μας…

Είναι η παγωνιά που φέρνει μαζί της η … πρόοδος… το χρήμα… τα επιφανειακά της ζωής…

Κάτι τέτοιες μέρες, αναζητώ εκείνα τα χρόνια… τα φτωχικά αλλά τόσο ζεστά κι αληθινά, αλλά τα γεμάτα ψυχή και γεμάτα φιλιά αγάπης… και τα βρίσκω σε κάτι τέτοιες διηγήσεις από το παρελθόν…

 

Καλλιόπη Σουφλή

Γράφει ο Πάνος Φέξης

Δεκέμβρης του 1965, δύο μέρες πριν τα Χριστούγεννα.

Ο μικρός Παναγιώτης μένει σε ένα μικρό χαμηλό τσίγκινο σπίτι στην Αγία Κάρα, προίκα της μάνας του από τον πατέρα της,  ένα σπίτι φτιαγμένο από παλιά υλικά, ξύλα και λαμαρίνες από άλλα σπίτια και τσιμεντένιο πάτωμα.

Η μάνα του Παναγιώτη η  κυρία Αθηνά κοροϊδευτικά το έλεγε  μπαράκα.

Ο πατέρας του, ο Σπύρος ήταν ένας αγράμματος αλλά ευγενής φτωχός ψαράς που τους χειμώνες  δούλευε ακόμα και  στα σαλάμια για ένα παραπάνω μεροκάματο.

Ο Παναγιώτης είχε και ένα αδερφό τον Γιώργο. Το σπίτι τους λοιπόν όλο κι όλο τρία δωμάτια. Το μεγαλύτερο ήταν η σαλοτραπεζαρία. Στη μέση της υπήρχε ένα τετράγωνο τραπέζι με τέσσερις καρέκλες, το πιο ακριβό απόκτημα της οικογένειας.. και πάνω στο χαμηλό ταβάνι να κρέμεται το φτωχό πολύφωτο με τις τρεις λάμπες.

Στον ένα τοίχο κάτω από το παράθυρο που έβλεπε στην αυλή μια ντιβανοκασέλα και μια σερβάντα…

Το δωμάτιο είχε τέσσερις πόρτες την μπροστινή που ήταν πάντα ανοιχτή επειδή δεν υπήρχε κλειδαριά κι έφτανε απλά να φυσάει ο αέρας το κάσωμα της κι αυτή να ανοίγει διάπλατα. Καμιά φορά μάλιστα τις νύχτες ήταν τόσο δυνατός που την άνοιγε με  τέτοιο εκκωφαντικό θόρυβο που μας έκανε να πεταγόμαστε στον ύπνο μας.

Υπήρχε όμως και μια άλλη μικρή πόρτα που οδηγούσε στην πίσω αυλή. Η πισινή όπως την έλεγε η κυρία Αθηνά, εκεί βρισκόταν και η βρύση που πλένονταν τα πάντα κάτι σαν εξωτερική κουζίνα.

Το σπίτι ή η παράγκα είχε ακόμα δύο δωμάτια που συνδέονταν μεταξύ τους με εσωτερικές πόρτες. Η μία ήταν της κρεβατοκάμαρας που χωρούσε ίσα-ίσα ένα διπλό μεταλλικό κρεβάτι και ένα στενό ντιβάνι. Σε αυτό κοιμόταν ο Παναγιώτης με τον αδερφό του κι ήταν κι αυτός ένας τρόπος να τα βγάζουν πέρα με το δαιμόνιο κρύο τις κρύες νύχτες του χειμώνα.

Στο στενό διαδρομάκι ένα ραδιόφωνο  WEGA με λυχνίες πάνω σ’ ένα κομοδίνο κι από πάνω στο ραδιόφωνο ένα σεμεδάκι κεντημένο ασορτί με το ύφασμα που είχαν οι κουρτίνες.

Μια άλλη αέρινη κουρτίνα χώριζε την μικρή κουζίνα από την σάλα.

Ο τοίχος της κουζίνας σκεπαζόταν από την μία άκρη ως την άλλη με ένα μακρύ λουλουδάτο νάιλον τεντωμένο και πάνω του κρεμασμένα με πρόκες σε παράταξη τα κουζινικά του σπιτιού πάντα γυαλισμένα και καθαρά.

Σε μια άκρη ένα τραπέζι που φιλοξενούσε το  πετρογκάζ για το μαγείρεμα και στο κάτω μέρος του τραπεζιού οι δυο κουρτίνες που έκρυβαν πίσω τους  λάδι, ξύδι και άλλα. Στον απέναντι τοίχο  υπήρχε ένα μικρό τραπέζι με τρεις καρέκλες που εκεί έτρωγε η οικογένεια τα βράδια.

Ήταν φτωχικό σπίτι αλλά ζεστό και πεντακάθαρο. Αυτή η κουκλίστικη παράγκα μοσχοβολούσε από καθαριότητα…

Άγια νύχτα σε προσμένουν με χαρά οι χριστιανοί σιγοτραγουδούσε ο μικρός Παναγιώτης σε όλο τον δρόμο από το σχολείο μέχρι να φτάσει στο σπίτι του και κουνούσε πάνω κάτω στον αέρα την σάκα του. Μόλις πριν λίγο είχε τελειώσει η γιορτή των Χριστουγέννων στο σχολείο του.

Οι διακοπές των γιορτών άρχιζαν κι ήταν πολύ χαρούμενος. Φανταζόταν χιονισμένες πλαγιές με έλατα, ελάφια να σέρνουν μέσα στα χιόνια το έλκηθρο του Άγιου Βασίλη, Χριστουγεννιάτικα δέντρα με πολλά αστέρια και κάτω απ’ τα χιονισμένα τους κλαδιά καμπαναριά και μικρά παιδιά να λένε κάλαντα. Στο μυαλό του έμοιαζαν όλα εύκολα καθώς περνούσε από τις βιτρίνες των μαγαζιών και νόμιζε πως ότι έβλεπε μπορούσε και να το αποκτήσει, ότι όλα θα γίνονταν  δικά του.

Φτάνοντας σπίτι του έσπρωξε την εξώπορτα και μπαίνοντας μέσα φώναξε «μαμά» μην παίρνοντας όμως καμιά απάντηση…

Το μεγάλο τραπέζι ήταν στρωμένο με το κόκκινο βελούδινο τραπεζομάντηλο που έβαζε η μάνα του κάθε Χριστούγεννα και στην μέση του κατά μήκος ένα  λευκό σεμέν που το στόλιζε ένα γυάλινο βάζο γεμάτο με λευκές διπλές βιολέτες από τον καλόγερο, χάριζαν το γιορταστικό τους άρωμα στο χώρο.

Μερικά σκόρπια χρωματιστά μπαλόνια συμπλήρωναν το εορταστικό κλίμα…

Οι κουρτίνες στα παράθυρα ήταν ασορτί με τα καλύμματα απ’ τις καρέκλες και στην σερβάντα λαμποκοπούσαν τα γυαλικά και τα μπιμπελό. Κάτω στο πάτωμα στα στρωσίδια απλωμένες εφημερίδες  και πάνω τους μια αναμμένη γκαζιέρα να ζεσταίνει μια κατσαρόλα νερό και παράλληλα να ζεσταίνει και το υπόλοιπο σπίτι.

Βλέποντας την γκαζιέρα ο Παναγιώτης κατάλαβε ότι η μάνα του έπλενε ρούχα έξω στην αυλή και την ξαναφώναξε δυνατά βγαίνοντας στην πίσω πόρτα και τότε την είδε σκυμμένη πάνω απ το μαστέλο να τρίβει στην τάβλα ένα ρούχο.

«Λεβέντη μου» του είπε δίνοντας του ένα φιλί στην παγωμένη απ’ το κρύο μύτη του.

Μαμά θα μου δώσεις λεφτά να πάω στο βιβλιοπωλείο να αγοράσω κάρτες να στείλουμε τα χρόνια πολλά στη θεία στην Αθήνα; Ήταν τότε  στη μόδα να στέλνουν κάρτες με ευχές στα αγαπημένα τους πρόσωπα. Μια στιγμή, απάντησε εκείνη να σκουπίσω τα χέρια μου απ’ τα νερά και του έδωσε ένα τάλιρο.

Κοίτα να μην αργήσεις και πριν προλάβει να ολοκληρώσει την κουβέντα της ο Παναγιώτης χοροπηδώντας με κουτσό στο τσιμέντο  της αυλής άρχισε να τρέχει χαρούμενος για το βιβλιοπωλείο του Γιαννάκη του Κονιδάρη που ήταν κοντά στην εκκλησία του Άη Νικόλα.

Συνέχισε να σιγοτραγουδάει από μέσα του την Άγια Νύχτα και να ονειρεύεται τον άγιο Βασίλη με το έλκηθρο του να σκίζει τον ουρανό και σχεδόν μπορούσε να ακούσει και τα κουδουνάκια από τα ελάφια όταν έφτασε μέχρι τον Παντοκράτορα βγήκε στο παζάρι όπως το έλεγε η γιαγιά του.

Στον μεγάλο πέτρινο τοίχο της εκκλησίας ήταν  όρθια καμιά τριανταριά κυπαρίσσια και σε μερικά απ’ αυτά  ήταν κρεμασμένα σα στολίδια  κόκκινα μπαλόνια που τα είχε βάλει  ο παππούς που τα πουλούσε. Τα κυπαρίσσια τα έφερνε απ’ το χωριό του με τον γάιδαρο κάθε χρόνο παραμονή Χριστουγέννων.

Σταμάτησε για λίγο και τα κοίταξε όλα ένα ένα με προσοχή ψάχνοντας να βρει κάποιο να μοιάζει με εκείνα τα πλουμιστά πυκνά δέντρα που έβλεπε στις κάρτες και στις φωτογραφίες. Αυτά τα ψηλά λεπτά και χωρίς καθόλου κλαριά δέντρα που δεν σ’ άφηναν να κρεμάσεις στολίδια, καθόλου δεν του άρεσαν…

Κάτω στο πεζοδρόμιο, μπροστά απ΄τα κυπαρίσσια και δίπλα στο περίπτερο του μπάρμπα Μιχάλη, η κυρία Λέλα είχε απλωμένα τα εμπορεύματα της πάνω σε χάρτινα κουτιά, ψεύτικα δαχτυλιδάκια, τσατσάρες καθρεφτάκια, πορτοφόλια και νάιλον κάλτσες.. Έλα έλα, φώναζε για την πραμάτεια της, τρίβοντας ταυτόχρονα τα χέρια της για να ζεσταθούν από το κρύο και κάπου-κάπου τα χουχούλιζε και με τα χνώτα της…

Το παζάρι είχε πολύ κόσμο και πολλοί ήταν από χωριά που έτρεχαν βιαστικά να κάνουν τις δουλειές και τα ψώνια τους για να προλάβουν τις συγκοινωνίες, τα λεωφορεία και καΐκια που θα τους πήγαιναν πίσω στα χωριά τους.

Απέναντι από την εκκλησία ήταν το μαγαζί του Χατζηγεωργίου, ο προμηθευτής της νήσου έγραφε η πινακίδα.

Πουλούσε γυαλικά και κρύσταλλα μέχρι και της μόδας νάιλον υφάσματα και δεν σταματούσε να μετράει και να κόβει από τα όρθια πολύχρωμα λουλουδάτα τόπια.

Στην άκρη του μαγαζιού του στο στενό η μάνα του η κυρία Φρόσω, μία μεγάλη κυρία με άσπρα μαλλιά.

Ήταν Πειραιώτισσα με καταγωγή από την Πόλη με πανέξυπνα μεγάλα γαλάζια μάτια, πουλούσε παιχνίδια για χριστουγεννιάτικα δέντρα και μια και δυο ο μικρός Παναγιώτης πλησίασε τον πάγκο της.

Φωτογραφία: Fritz Berger

Έριξε μια ματιά στα χρώματα που είχαν οι γυάλινες μπάλες και τα πολύχρωμα πλουμιστά πουλάκια, το βλέμμα όμως της κυρίας Φρόσως, τον φόβιζε και έτσι πάντα πέρναγε απέναντι στο φούρνο του Μπελέλη που οι νοικοκυρές πηγαινοέρχονταν με λαμαρίνες γεμάτες με μελομακάρονα και κουραμπιέδες και ταψιά με λαδόπιτες και μπακλαβάδες!

Σκοτωμός… Ποιά από όλες θα πάρει πρώτη τις άδειες λαμαρίνες για να ψήσει και τα δικά της γλυκά στο φούρνο του μπάρμπα Αντρέα, ένα σωστό πανηγύρι τα χρόνια πολλά μεταξύ των ανθρώπων έδιναν και έπαιρναν..

Η μαμά μου σκέφτηκε ο Παναγιώτης θα φτιάξει λαδόπιτα την Πρωτοχρονιά και από μόνη της αυτή η σκέψη μ’ εκείνα τα μεγάλα τραγανά τρίμματα της πίτας, ήταν ικανή να του κάνουν τα σάλια να τρέχουν…

Που πάς; τον ρώτησε η εξαδέλφη του η Ελένη που κρατούσε μία χαρτοσακούλα γεμάτη αλεύρι και έβγαινε από το φούρνο.

Ο μπαμπάς της είχε μαγαζί στον Άγιο Μηνά.

Στου Γιαννάκη στο βιβλιοπωλείο της απάντησε. Εκεί πάω… να αγοράσω μία κάρτα να στείλω στη θεία μου στην Αθήνα για τα χρόνια πολλά..

Α… εγώ τις έχω στείλει τις δικές μου! Οι δικές σου θα φτάσουν την Πρωτοχρονιά του είπε η Ελένη χαμογελώντας πονηρά. Δεν πειράζει της απάντησε ο Παναγιώτης… Θα διαλέξω μία με τον άγιο Βασίλη! Εσύ, πού πας;

Εμένα μ’ έστειλε η μαμά μου να πάρω 4 κιλά αλεύρι από τον φούρνο για να φτιάξουμε το μεσημέρι κουραμπιέδες. Θα έρθεις στο σπίτι μετά; Της έγνεψε καταφατικά και συνέχισε τον δρόμο του προς τον προορισμό του.

Μετά το περίπτερο του μπάρμπα Μιχάλη ήταν δύο μαγαζιά που πουλούσαν παπούτσια. Ο Μπέλας και ο Χαλκιόπουλος. Τα είχαν απλωμένα στο πεζοδρόμιο.

Ένας παππούς δοκίμαζε ένα ζευγάρι γαλότσες κι ο μπάρμπα Βαγγέλης προσπαθούσε να δει αν του κάνανε στο νούμερο πιέζοντας με το δάχτυλό του τη γαλότσα μπροστά.

Α, μια χαρά είναι και με γεια σου μπάρμπα!
Ευχαριστώ απάντησε ο παππούς Χρόνια πολλά!

Ένα απότομο μπαμ μπαμ που ακούστηκε ξαφνικά από δίπλα έκανε τον παππού να κλείσει τα αυτιά του με τις παλάμες του…ήταν το σφυρί απ’ τον πάγκο του μπάρμπα Αναστάση που επισκεύαζε παπούτσια αλλάζοντας σόλες και τακούνια!

 

… Ο μπάρμπα  Αναστάσης ο Μπόρσας κάθε Χριστούγεννα στον μικρό του  ξύλινο πάγκο που είχε στο πεζοδρόμιο, δίπλα στο περίπτερο του μπάρμπα Μιχάλη του Γρήγορη, δεν  επισκεύαζε παπούτσια.   Πουλούσε όμως στα πολύ μεγάλα παιδιά  ψεύτικα  λάτινα   αγιοβασιλιάτικα  όπλα με φελλούς,  που είχαν πάνω τους μπαρούτι και κόκκινα μικρά σκάγια για τα πλαστικά πιστόλια των μικρών παιδιών που   έπαιζαν κυνηγητό.

Κάθε λίγο και λιγάκι ο αέρας στο παζάρι γέμιζε από τους δυνατούς  ήχους που έβγαζαν οι μεγάλες  πλαστικές τσαμπούνες που φυσούσαν αδιάκοπα  οι μούλοι.   Έτρεχαν  σε παρέες ανάμεσα στον κόσμο  από πεζοδρόμιο σε  πεζοδρόμιο και από στενό σε στενό,  παίζοντας κυνηγητό κρατώντας στα χέρια τους μεγάλα πλαστικά ρόπαλα   που αγόραζαν από το βιβλιοπωλείο του Δελλαπόρτα.

Ο κύριος Ντίνος δεν προλάβαινε να πουλά τσαμπούνες,  ροκάνες, τσίγκινα βατραχάκια, σκάγια,  πλαστικά πιστολιά,  χριστουγεννιάτικα στολίδια, πολύχρωμα λαμπιόνια και μπαλόνια   αγιοβασιλιάτικα. Τα  παιχνίδια  ήταν απλωμένα σε ξύλινους πρόχειρους πάγκους στο πεζοδρόμιο.

Λίγο πιο κάτω σταμάτησε στο κουρείο του  Ντίνου Μεσσήνη.  Στον μεγάλο πάγκο που είχε στήσει  έξω από το κουρείο του  είχε μαζευτεί πολύς κόσμος κι έπαιζαν και  στοιχημάτιζαν  τα μαντολάτα μονά ζυγά.

Ήταν πιο μικρά από τα κανονικά μαντολάτα, ήταν  μια μπουκιά το ένα,  τα είχε κλεισμένα μέσα σε ντενεκέδες, που ήταν κάτω στα πόδια του  και κάθε τόσο έσκυβε  άνοιγε το καπάκι και έφτιαχνε ένα μικρό βουνό μπροστά του  από μαντολάτα, τα σκέπαζε με τα χέρια του, κρύβοντας τα   και φώναζε… έλα- έλα βάλτε τώρα που γυρίζει.

Ένας ένας οι παίχτες τραβούσαν προς το μέρος τους  μια ποσότητα και την ονομάτιζε ή μονά ή ζυγά.  Τα μετρούσαν και αν  είχε  επιτύχει η μάντεψα ή τα πλήρωνε ή τα κέρδιζε.

Ακούστηκε μία φωνή, κοίταξε και  ήταν ο θείος του ο Άγγελος ο Ντίνος, έβαλε το χέρι του μέσα στο ντενεκεδάκι και έπιασε αρκετά μικρά μαντολάτα, έφτιαξε πάνω στον πάγκο ένα μικρό σωρό και τον σκέπασε με τα χέρια του, ζυγά  είπε ο θείος του, τα μέτρησε ο Ντίνος, ήταν ζυγά.

Κέρδισα φώναξε χαρούμενος  ο θείος και  του έδωσε ένα μαντολάτο από τα κερδισμένα.  Το πήρε και τρώγοντας συνέχισε για  το βιβλιοπωλείο.

Ξαφνικά άκουσε να παίζουν χριστουγεννιάτικα τραγούδια, ήταν από το μαγαζί του Βαλέριου.

Ραδιοτεχνίτης  σπουδαίος, στο μαγαζί του πουλούσε ραδιόφωνα από εκεί είχαν πάρει και το δικό τους.  Πουλούσε όμως  πικάπ και δίσκους που μόλις είχαν πρωτοβγεί.

Ήταν το πρώτο δισκάδικο της εποχής…

Μαγεμένος  σταμάτησε στη βιτρίνα, που ήταν γεμάτη από εξώφυλλα δίσκων,  κοίταξε το εξώφυλλο ενός δίσκου, έγραφε κάλαντα από όλο τον κόσμο και είχε φωτογραφία ένα μεγάλο στολισμένο έλατο.

«Να είχα και εγώ ένα τόσο όμορφο δέντρο στο σπίτι»  σκέφτηκε και ψιθύρισε, αχ έλατο, αχ έλατο όπως το έπαιζε και ο δίσκος το πικάπ.

Αυτό ψιθύριζε μέχρι που έφτασε επιτέλους στο βιβλιοπωλείο, ανέβηκε δύο σκαλοπάτια μπήκε μέσα. Τι όμορφα που μύριζε  αυτό το μαγαζί πάντα του άρεσε αυτή η μυρωδιά.  Εκεί τον έστειλε η μάνα του  και αγόραζε  χύμα κολόνια, τη μαντάμ Ρόζα…

«Τι θέλεις» τον ρώτησε κοφτά  η κυρά Μαρία, η γυναίκα του κυρ Γιαννάκη, δύσκολα γελούσε αυτή η γυναίκα,  ήταν η μάνα του φίλου του Σπύρου, που πήγαιναν μαζί στο σχολείο. «Θέλω να διαλέξω μία κάρτα» της είπε.  «Εκεί είναι» και του έδειξε μία σειρά από κουτιά γεμάτα κάρτες.  «Ψάξε και πρόσεχε, να μην τις χαλάσεις».

Το μαγαζί είχε πολύ κόσμο, όλοι αγόρασαν στολίδια για τα χριστουγεννιάτικα δέντρα και κάρτες.  Άρχισε να κοιτάζει μια τις κάρτες και μια  τα στολίδια.

Το μάτι του όμως έπεσε στη  μικρή βιτρίνα του μαγαζιού.

Έπεσε από τα σύννεφα, μέσα στη βιτρίνα ήταν στολισμένο με πολύ όμορφα παιχνίδια  και λαμπιόνια ένα μικρό ψεύτικο έλατο.  Ήταν σαν αυτό που φαντάζονταν!  Χωρούσε ίσα ίσα στην σερβάντα μπροστά από τον καθρέφτη, ήταν σαν αυτό που ονειρεύονταν!

«Τελείωσες», τον ρώτησε αυστηρά η κυρία Μαρία, κόβοντας του το ταξίδι στο όνειρο.  «Μισό λεπτό» της απάντησε.

Διάλεξε μία κάρτα που είχε ένα χιονισμένο δάσος και τον άγιο Βασίλη να τρέχει με το έλκηθρο ανάμεσα από πανέμορφα έλατα.

«Αυτή θέλω», της είπε.

Του την έβαλε σε ένα φάκελο, την τύλιξε και όσο αυτή την τύλιγε, αυτός χάζευε το δεντράκι.

«Πόσο κάνει αυτό», τη ρώτησε,  δείχνοντας το ψεύτικο έλατο.

«Δεν είναι για πούλημα, είναι πολύ ακριβό», του είπε κοφτά ο κυρ Γιαννάκης, «είναι για τη βιτρίνα, πάρε και τα ρέστα σου,  δεν είναι για σένα».

Όταν βγήκε έξω σταμάτησε στη βιτρίνα και το χάζευε για πολλή ώρα. Ήταν πολύ όμορφο, είχε τα πιο όμορφα στολίδια που είχε δει ποτέ στη ζωή του.  «Δεν το πουλάει»,  είπε ψιθυριστά, είναι κακός  άνθρωπος και ένα δάκρυ κύλησε στα μάτια του.

Ξεκίνησε να γυρίσει στο σπίτι.  Στο μυαλό του όμως η εικόνα του δέντρου ήταν τόσο έντονη… μέσα του ένιωθε μία θλίψη.   Του είχε κόψει την όρεξη να τραγουδήσει το Άγια νύχτα…

Έσπρωξε την πόρτα:  «τόση ώρα έκανες για μία κάρτα», τον ρώτησε η μάνα του.  «Να δεις μαμά», άρχισε να της λέει,  «ένα όμορφο ψεύτικο δεντράκι που είχε στη βιτρίνα του ο Γιαννάκης , πιο ωραίο δεν έχεις ξαναδεί, αλλά μου είπε, ότι δεν το πουλάει, δεν είναι για εμάς».

«Και να το πουλούσε», του απάντησε η μάνα του, «δεν έχουμε λεφτά καμάρι μου, για το αγοράσουμε,  αυτό δεν είναι για εμάς τους φτωχούς, ο μπαμπάς σου ακόμα ούτε που πληρώθηκε, για να ψωνίσουμε για τα Χριστούγεννα.  Πασά μου μη στεναχωριέσαι, άμα μεγαλώσεις, σου εύχομαι όσες τρίχες έχει το κεφάλι μου, τόσα να αποκτήσεις και να το αγοράσεις».

Τον πήρε στην αγκαλιά της και φιλώντας του τα μαλλιά του είπε στο αυτί, «μην κάνεις έτσι λεβέντη μου».

«Ο Άγιος Βασίλης μπορεί να μου το φέρει,  έτσι δεν είναι;», τι ρώτησε βουρκωμένος.

«Δεν υπάρχει Άγιος Βασίλης λεβέντη μου, πόσες φορές θα σου το πω» και κομπιάστηκε η φωνή της.

«Δεν πας να στείλεις την κάρτα στο ταχυδρομείο και να γυρίσεις, άντε και το βράδυ θα πάμε με τον Γιώργο και τον μπαμπά να ψωνίσουμε για το σπίτι στο παζάρι, άντε και μη βουρκώνεις μάτια μου».

Έφτασε στο ταχυδρομείο, πήρε ένα στυλό,  άνοιξε την κάρτα και άρχισε να γράφει «σας ευχόμαστε Καλά Χριστούγεννα και ευτυχισμένο το νέο έτος οικ. Σπύρου  Φέξη», την έβαλε στο φάκελο, τον έκλεισε, έγραψε την διεύθυνση,  του έδωσε ο υπάλληλος ένα γραμματόσημο, το κόλλησε και το έριξε στο κουτί.

Έφυγε όμως  δεν πήγε στο σπίτι του,  δεν πήγε ούτε στην Ελένη που έφτιαχνε κουραμπιέδες, δεν έβλεπε την ώρα να ξαναδεί το μικρό χριστουγεννιάτικο έλατο στη βιτρίνα.

Περπατούσε γρήγορα, λες και τον κυνηγούσε κάποιος, διέσχισε όλη την αγορά, δεν τον ενδιέφερε τίποτα, ότι και να γινόταν γύρω του, ήταν για αυτόν όλα αδιάφορα.

Έφτασε πάλι έξω από τη βιτρίνα με το ψεύτικο δεντράκι, το καμάρωνε  για πολύ ώρα, κάνοντας όνειρα…   Ένα μικρό δάκρυ κύλισε στο μάγουλο και ρούφηξε την μύτη του.

Το βράδυ όλοι τους έκαναν μπάνιο στο μαστέλο μέσα στην σαλοτραπεζαρία, αφού πρώτα η μάνα του είχε στρώσει ένα νάιλον για να μην λερωθούν τα στρωσίδια.

Ντύθηκαν με καθαρά ρούχα και όλη η οικογένεια πήγε για ψώνια στο παζάρι.

Πήγαν και στο μαγαζί του αφεντικού του πατέρα του, για να πληρωθεί το μεροκάματο της εβδομάδας και το δώρο των Χριστουγέννων.

Του έδωσε δέκα  εικοσάρικα ασημένια.

Ο πατέρας του στεναχωρήθηκε, τον  άκουσε να το λέει στη μάνα του με παράπονο, πως το αφεντικό του τον είχε γελάσει και του είχε δώσει λιγότερα από όσα έπρεπε.

Αγοράσανε   μοσχάρι, αρνί και μία συκωταριά από τον χασάπη, τυρί και αυγά από τον κυρ Γιώργο τον Παξινό, μήλα μπανάνες,  μανταρινιά και πορτοκαλιά Μέρλν από τον Νίκο τον Μπαμπάνα, μαντολάτα από τον Μπόρσα,  σύκα,  καρύδια, φουντούκια, ζυμαρικά από τον Σταύρο τον Βασιλικιά   και σιγά σιγά έφτασαν  φορτωμένοι  στο στενό του αγίου Νικολάου, στην  βιτρίνα με το ψεύτικο δεντράκι.

Κοίταξε ξανά κλεφτά τη βιτρίνα ο μικρός, ήταν το πιο όμορφο και ήταν και πιο όμορφο από το πρωί, είχε κάτι καινούργιο επάνω του, είχε μικρά πολύχρωμα λαμπάκια ήταν κάτι πρωτοποριακό για την εποχή και μάλιστα  αναβόσβηναν αυτό τον τρέλανε, του θύμισε αστέρια, του θύμιζε μουσικές, του θύμισε έλατα, του θύμισε τον άγιο Βασίλη, του θύμισε τα ελάφια να τρέχουν στον ουρανό και το ασημένιο αστέρι να κλέβει το φως πάνω  στην ασημένια  γυάλινη κορυφή του δένδρου .

Σταμάτησαν όλοι μαζί στη βιτρίνα, οικογενειακώς, και το χάζευαν, ο πατέρας του κοίταξε στα μάτια τη μάνα του και μετά τον μικρό Παναγιώτη.

«Ένα λεπτό» είπε, «περιμένετε και έρχομαι».

Μπήκε μέσα στο βιβλιοπωλείο, σε λίγο είδε τον κύριο Γιαννάκη να βάζει το χέρι στη βιτρίνα και να βγάζει το μικρό ψεύτικο δεντράκι με προσοχή  και να το δίνει στον πατέρα του, έτσι όπως ήταν στολισμένο και αυτός το έφερε έξω χαρούμενος

-Σου αρέσει, με ρώτησε.

-Ναι, του απάντησα

«Είναι δικό μας», μου είπε.

«Δεν βαριέσαι, έτσι και έτσι φτωχοί είμαστε, καλά Χριστούγεννα» και με φίλησε, τσιμπώντας με, με το λεπτό του μουστάκι στο μάγουλα.

Ακόμα το  θυμάμαι, το βάλαμε στην σερβάντα, ανάψαμε και τα φωτάκια…

Στο ραδιόφωνο έπαιζαν κάλαντα από όλη την Ελλάδα, πλησίαζε δώδεκα  τα μεσάνυχτα, το τραπέζι ήταν  στρωμένο με λευκό τραπεζομάντηλο, στην μέση του τραπεζιού ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί,  ένα μπουκάλι λάδι και  ένα καλοψημένο ψωμί σε σχήμα  σταυρού διακοσμημένο με ζυμαρένια στολίδια  και καρύδια,  μια πιατέλα με  αχνιστά  βραστά μπρόκολα  από τον κήπο της γιαγιάς,  τηγανιτές σουπιές και καλαμάρια,  ελιές, τυρί, καρύδια, φουντούκια, σύκα,  όλα νηστίσιμα   -την παραμονή κρατούσαν όλοι  από  κρέας.

Η ώρα είναι δώδεκα ακριβώς… Ακούστηκε η φωνή της εκφωνήτριας  της ΕΡΤ  στο ραδιόφωνο… Κυρίες και κύριοι καλά Χριστούγεννα χρόνια πολλά και ευτυχισμένα.

Ο πατέρας μου πήρε τον σταυρό στα χέρια του σαν αρχηγός του σπιτιού, όπως ήθελε το έθιμο, σηκωθήκαμε όλοι όρθιοι,  τον έβαλε πάνω στα δυο μπουκάλια με το κρασί και το λάδι,  έκανε το σχήμα του σταυρού με το μαχαίρι τρεις φόρες, τον έκοψε στα τέσσερα, πιάσαμε όλοι με τα δυο χέρια  από ένα κομμάτι, είπαμε και του χρόνου, κόψαμε τον σταυρό, τσουγκρίσαμε τα ποτήρια και ανταλλάξαμε φιλία αγάπης  ευτυχισμένοι.

Ήταν το ακριβότερο χριστουγεννιάτικο δέντρο στο πιο φτωχό σπίτι .

Καλά Χριστούγεννα πατέρα…

 

Πηγή

Πηγή

Προβολές : 395


Μοίρασέ το:



Ετικέτες: ,

ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ


Ορισμένα αναρτώμενα από το διαδίκτυο κείμενα ή εικόνες, θεωρούμε ότι είναι δημόσια. Αν υπάρχουν δικαιώματα συγγραφέων, παρακαλούμε ενημερώστε μας, για να τα αφαιρέσουμε. Επίσης, σημειώνεται ότι οι απόψεις του ιστολογίου, μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου. Για τα άρθρα που δημοσιεύονται εδώ, ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρουμε, καθώς απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των συντακτών τους και δεν δεσμεύουν καθ’ οιοδνήποτε τρόπο, το ιστολόγιο. Ο διαχειριστής του ιστολογίου, δεν ευθύνεται για τα σχόλια και τους δεσμούς που περιλαμβάνει. Τονίζουμε ότι υφίσταται μετριασμός των σχολίων και παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, να έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
  • Κάθε γνώμη είναι σεβαστή, αρκεί να αποφεύγονται ύβρεις, ειρωνείες, ασυνάρτητος λόγος και προσβλητικοί χαρακτηρισμοί, πολύ περισσότερο σε προσωπικό επίπεδο, εναντίον των συνομιλητών ή και των συγγραφέων, με υποτιμητικές προσφωνήσεις, ύβρεις, υπονοούμενα, απειλές ή χυδαιολογίες.>
  • Μην δημοσιεύετε άσχετα με το θέμα σχόλια.
  • Ο κάθε σχολιαστής, οφείλει να διατηρεί ένα μόνον όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
  • Με βάση τα παραπάνω, η διαχείριση, διατηρεί το δικαίωμα μη δημοσίευσης σχολίων, χωρίς καμία άλλη προειδοποίηση.
  • Επιπλέον σας τονίζουμε, ότι το ιστολόγιο, λειτουργεί σε εθελοντική βάση και ως εκ τούτου, τα σχόλια θα αναρτώνται μόλις αυτό καταστεί δυνατόν.

Διαβάστε ακόμα