
Νεκτάριος Δαπέργολας: Γιά τή Μεγάλη Ἔξοδο ἀπό τόν βοῦρκο…
Μακροημέρευση μέσα σ’ αὐτόν τόν δυσώδη βόρβορο πού βαθαίνει καί βρωμίζει ὅλο καί περισσότερο, μόνο εὐνουχισμένοι καί τρομοκρατημένοι σκλάβοι τῆς Νέας Τάξης καί τῆς Νέας Ἐποχῆς μποροῦν νά εὔχονται.
Καλή μετάνοια λοιπόν νά λέμε, πάνω ἀπ’ ὅλα. Καλή μετάνοια! Δηλαδή πλήρη, ὁλοκληρωτική και ἔμπρακτη ἀλλαγή τοῦ νοός!
Για ποιά μετάνοια μιλάμε;
Σε τι έχουμε μετανοήσει ως “άνθρωποι”, ως Ορθόδοξοι Χριστιανοί και ως “έλληνες”;
Μας άφησαν το υπέρμετρο “εγώ μας”, η δωδεκαετής μνημονιακή υποταγή μας, η υλιστική μεταπολιτευτική ζωή μας, η απουσία αγάπης προς την Πατρίδα και την Πίστη, να μετανοήσουμε;
Πόσες Χριστιανικές Εορτές και Εθνικές Επετείους λέμε “Καλή Λευτεριά” μόνο με τα λόγια κι όχι με πράξεις;
Έρχεται με ιλιγγιώδη ταχύτητα η επισιτιστική κρίση κι εμείς παραμένουμε ΡΑΓΙΑΔΕΣ…
Καλλιόπη Σουφλή
Υ.Γ. Στέρεψε τούτη η Ιερή Γη από Κολοκοτρώνηδες, Παπαφλέσσηδες, Καραϊσκάκηδες, Μπουμπουλίνες και Διάκους…
Κάποτε έβγαζε ψυχωμένους ΕΛΛΗΝΕΣ… τώρα μόνον ΣΚΛΑΒΟΥΣ.
τοῦ Νεκτάριου Δαπέργολα
Διδάκτορος Ἱστορίας
Ξημερώνει σέ λίγες ὦρες ἄλλη μία παράξενη 25η Μαρτίου. Αὔριο θά χτυπήσουν ξανά οἱ καμπάνες, ὅμως θά εἶναι θλιμμένος ὁ ἦχος τους. Γιατί αὔριο εἶναι νά γιορτάσουμε τήν Παναγιά μας στή μεγάλη της γιορτή, μέ τό χαρμόσυνο μήνυμα τῆς σωτηρίας μας. Μά ἡ Παναγιά μας κλαίει. Κλαίει γιά μᾶς, γιά τήν ἀνεπίστροφη κατηφόρα μας, γιά τήν ἐθελούσια ἐξορία μας, γιά τό ἀμετανόητο ξόδεμά μας σέ κακοτράχαλες στενωπούς πλάνης καί ἀποστασίας.
Ἀλλά οὔτε καί ἡ ἄλλη μεγάλη γιορτή της πατρίδας δέν θά τιμηθεῖ πραγματικά. Παρά μόνο μέσα σέ συνθῆκες ντροπῆς καί αὐτοακύρωσης. Μέ ἀπόν κάθε φρόνημα εὐψυχίας, μέ παρόντες τούς δεσμοφύλακες βιαστές τῆς λευτεριᾶς μας, μέ φίμωτρα καί προφυλάξεις, μέ κυρίαρχα καί ὀφθαλμοφανῆ παντοῦ τά σύμβολα τῆς σύγχρονής μας σκλαβιᾶς.
Καί εἶναι βέβαια καί αὐτά τά διακόσια (σύν ἕνα) χρόνια, πού σέ πληγώνουνε διπλά. Ἀκριβῶς τόσα χρόνια ἐλευθερίας συμπληρώνουμε αὔριο, ἔτσι τουλάχιστον δέν λέμε; Δύο ὁλόκληρους (καί κάτι) αἰῶνες – κι ἐμεῖς συνεχίζουμε νά τούς «ἐορτάζουμε» μέσα στή ντροπή.
Μήπως ὅμως τέτοια ντροπή εἶναι τελικά πού μᾶς πρέπει, ἔτσι ὅπως καταντήσαμε; Λαός στή μεγάλη του πλειονότητα μπερδεμένος καί ἀμνησιακός, ἀφελληνισμένος καί ἀκατήχητος, ἐμμονικά ἐγκλωβισμένος σέ αὐταπᾶτες καί ὑποταγμένος σέ ἐσμούς καί συμμορίες ὁρκισμένων ὀλετήρων, ἴσως αὐτήν τήν κατάντια νά μᾶς ἄξιζε νά ζήσουμε στό τέλος δύο αἰώνων πού οὔτε πραγματική λευτεριά μᾶς ἔφεραν ποτέ, οὔτε ἀνάσταση καί λυτρωμό τοῦ Γένους. Καί πού εἰδικά ὁ επίλογός τους, τά τελευταῖα αὐτά σαράντα χρόνια, ἤτανε ἡ πιο φριχτή κατάδυση στόν βοῦρκο τῆς ἀθλιότητας καί τῆς παρακμῆς.
Αὐτή τή στιγμή εἴμαστε στό πιό βαθύ καί σκοτεινό σημεῖο τῆς συνολικῆς Ἱστορίας μας. Ἴσως λοιπόν «ἄξια ὧν ἐπράξαμεν ἀπολαμβάνομεν».
Μέ αὐτές τίς ἀνεκδιήγητες πολιτικές καί ἐκκλησιαστικές ἡγεσίες, μέ αὐτούς τούς πολιτειακούς ἄρχοντες, μέ αὐτές τίς χυδαῖες καί ἐλεεινές ἐλίτ, μέ αὐτές τίς συμμορίες «μαζικῆς ἐνημέρωσης», μέ αὐτούς τούς «ἐπιστήμονες», μέ αὐτούς τούς δασκάλους.
«Τέτοια λευτεριά τή σιχάθηκα» – τί ἄλλο ἄραγε θά μποροῦσε νά πεῖ ξανά σήμερα ὁ μέγας Μακρυγιάννης, πέρα κι ἀπό τήν ἄλλη του θρηνητική κραυγή ὅτι «λευτερωθήκαμεν ἀπό τούς Τούρκους καί σκλαβωθήκαμεν εἰς ἀνθρώπους κακορίζικους, ὅπου ἦταν ἡ ἀκαθαρσία τῆς Εὐρώπης»;
Μετά ἀπό τόσες καί τόσες δεκαετίες ψευτορωμέικου, ἴσως αὐτός νά εἶναι ὄντως καί ὁ πιό κατάλληλος τρόπος γιά νά τό «τιμήσουμε» κατά πῶς τοῦ ἀξίζει. Καί συμβολικά ὁ πιο ταιριαστός, ἀλλά καί οὐσιαστικά ὁ συνεπέστερος.
Ὅσο κι ἄν εἶναι ὅμως πρωτόγνωρα θλιμμένη καί παράξενη, αὐτή ἡ αὐριανή μέρα παραμένει μεγάλη. Στή διπλή της ὑπόσταση.
Ἐμεῖς κάναμε ὅ,τι μπορούσαμε ἐδῶ καί τόσα χρόνια, γιά νά τή μαγαρίσουμε (καί ὡς Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί καί ὡς Ἕλληνες), μά ἡ λάμψη της εἶναι πάντα ἐκεῖ – στάχτες καί ἀκαθαρσίες μπορεῖ νά τή σκεπάσανε, ὅμως εἶναι ἀδύνατο νά τή σβήσουν.
Καί ἀκριβῶς γιά τόν λόγο αὐτό, εἰδικά σήμερα, δέν γίνεται νά ἀναλωθοῦμε οὔτε σέ ἀνοησίες γιά δῆθεν «δύο αἰῶνες ἐλευθερίας», οὔτε φυσικά καί στίς συνήθεις εὐχές γιά «χρόνια πολλά».
Εἴμαστε ἀντίθετα ὑποχρεωμένοι – περισσότερο ὑποχρεωμένοι ἀπό κάθε ἄλλη φορά – νά τή βιώσουμε αὐτή τή μέρα μέ περισυλλογή καί περίσκεψη. Μέ πόνο καί αἴσθημα ντροπῆς. Μέ σκληρή αὐτοκριτική καί ἐπιτέλους ἀποφάσεις γιά μεταστροφή καί ἐξανάσταση.
Καί ἄν γιά κάτι ὀφείλουμε νά εὐχηθοῦμε, αὐτό εἶναι μόνο γιά νά μᾶς φωτίσει ὁ Θεός. Καί μετά νά μᾶς ἀξιώσει νά κάνουμε κι ἐμεῖς στή ζωή μας γιά τήν πατρίδα κάτι μικρό ἔστω, ἀλλά πάντως ἀντάξιο ὅλων ἐκείνων τῶν ἡρώων.
Τί ἀξία ἔχουν ἄλλωστε τά πολλά τά χρόνια, ἄν εἶναι νά συνεχίσεις νά ζεῖς μέσα σ’ αὐτό τό ἀπερίγραπτο τέλμα τοῦ ἐξανδραποδισμοῦ, τῆς προδοσίας, τῆς κατάρρευσης τοῦ παντός, τῆς ἐκούσιας ἐξορίας ἀπό τό φωτεινό Βασίλειό Του, τῆς ἀπομάκρυνσης ἀπό τήν ἀγκαλιά τῆς μεγάλης Μάνας μας;
Κλεισμένοι ἐδῶ καί δεκαετίες σέ νοητά δεσμωτήρια ἰδεοληπτικῶν ψυχώσεων καί νεοεποχίτικης λοβοτομῆς, ἀλλά πλέον, ἐδῶ καί δύο χρόνια, κλεισμένοι καί μέσα σέ νέους τοίχους φυλακῆς – σκλάβοι δυό φορές πιά.
Μέ κλειδωμένες ἐκκλησιές (γιατί βεβαίως κλειδωμένες παραμένουν, ὄχι πλέον μέ ὑλικές ἀμπάρες, ἀλλά μέ τίς ἀλυσίδες τῆς πλάνης καί τῆς μολυσματικῆς βλασφημίας πεπτωκότων ποιμένων), μέ φιμωμένα στόματα καί μέ ἀλλοιωμένες συνειδήσεις.
Αὐτοεγκλωβισμένοι σέ ἀπίστευτα ἀφηγήματα πού ἀποδεχθήκαμε ὡς τή μόνη ἀλήθεια. Πετώντας μόνοι μας ἄκριτα καί ἀβασάνιστα στή χωματερή κεκτημένα καί αὐτονόητα μέχρι χτές δικαιώματα.
Θυσιάζοντας ἐλαφρᾷ τῇ καρδίᾳ στόν βωμό τοῦ φόβου πάτρια, θέσμια, ἱερά καί ὅσια αἰώνων. Δεσμῶτες τῆς ὑστερίας καί τοῦ πανικοῦ.
Παίρνοντας μέρος σάν τά ποντίκια (ἀλλά ἐκουσίως καί αὐτοπροαιρέτως ἐμεῖς) σέ νεοταξικά πειράματα ἐλέγχου καί παγκόσμιας ἐπιβολῆς.
Καί ἔχοντας ἀπομείνει ἄπνοοι καί ἡμιθανεῖς στούς καναπέδες μας, νά βλέπουμε ἀποχαυνωμένοι ἀφιερώματα σέ μακρινές κι ὁλοένα καί πιό ξεθωριασμένες ἡμέρες ἀγώνων καί ἡρώων τῆς πίστης καί τῆς πατρίδας, πού ὅμως ἀδυνατοῦν πιά ἐπί τῆς οὐσίας νά μᾶς ἀγγίξουν πραγματικά.
Μακροημέρευση μέσα σ’ αὐτόν τόν δυσώδη βόρβορο πού βαθαίνει καί βρωμίζει ὅλο καί περισσότερο, μόνο εὐνουχισμένοι καί τρομοκρατημένοι σκλάβοι τῆς Νέας Τάξης καί τῆς Νέας Ἐποχῆς μποροῦν νά εὔχονται. Καλή μετάνοια λοιπόν νά λέμε, πάνω ἀπ’ ὅλα. Καλή μετάνοια! Δηλαδή πλήρη, ὁλοκληρωτική και ἔμπρακτη ἀλλαγή τοῦ νοός!
Καί σάν μετανοήσουμε καί κλάψουμε πικρά γιά τά ἀποτρόπαια χάλια μας καί ξαναβροῦμε τούς ἑαυτούς μας, πού μόνοι μας τούς κάναμε κουρέλι καί παρανάλωμα στή δίνη τῶν Καιρών, τότε πιά νά εὐχηθοῦμε καί τό ἄλλο: «Καλή λευτεριά»! Ἤ μπορεῖ καί «καλό βόλι»!
Γιά νά μπορέσουμε νά ἐπιχειρήσουμε κι ἐμεῖς τή Μεγάλη Ἔξοδο ἀπό τόν βοῦρκο. Μήπως καί ξαναβροῦμε ἐπιτέλους Ἀνάσταση καί Λευτεριά.
Ταῖς πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου…
Μοίρασέ το:
Ετικέτες: ΕΘΝΙΚΗ ΕΠΕΤΕΙΟΣ, ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ ΔΑΠΕΡΓΟΛΑΣ
ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ
Ορισμένα αναρτώμενα από το διαδίκτυο κείμενα ή εικόνες, θεωρούμε ότι είναι δημόσια. Αν υπάρχουν δικαιώματα συγγραφέων, παρακαλούμε ενημερώστε μας, για να τα αφαιρέσουμε. Επίσης, σημειώνεται ότι οι απόψεις του ιστολογίου, μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου. Για τα άρθρα που δημοσιεύονται εδώ, ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρουμε, καθώς απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των συντακτών τους και δεν δεσμεύουν καθ’ οιοδνήποτε τρόπο, το ιστολόγιο. Ο διαχειριστής του ιστολογίου, δεν ευθύνεται για τα σχόλια και τους δεσμούς που περιλαμβάνει. Τονίζουμε ότι υφίσταται μετριασμός των σχολίων και παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, να έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
- Κάθε γνώμη είναι σεβαστή, αρκεί να αποφεύγονται ύβρεις, ειρωνείες, ασυνάρτητος λόγος και προσβλητικοί χαρακτηρισμοί, πολύ περισσότερο σε προσωπικό επίπεδο, εναντίον των συνομιλητών ή και των συγγραφέων, με υποτιμητικές προσφωνήσεις, ύβρεις, υπονοούμενα, απειλές ή χυδαιολογίες.>
- Μην δημοσιεύετε άσχετα με το θέμα σχόλια.
- Ο κάθε σχολιαστής, οφείλει να διατηρεί ένα μόνον όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
- Με βάση τα παραπάνω, η διαχείριση, διατηρεί το δικαίωμα μη δημοσίευσης σχολίων, χωρίς καμία άλλη προειδοποίηση.
- Επιπλέον σας τονίζουμε, ότι το ιστολόγιο, λειτουργεί σε εθελοντική βάση και ως εκ τούτου, τα σχόλια θα αναρτώνται μόλις αυτό καταστεί δυνατόν.
χρονια πολλα αφυπνιση ψυχης μονον θα ηθελα να εχουμε για εχουμε καταντισει ζομποπροβατα με μυαλο πουρε
Ο Χριστός είναι η χαρά, το φως το αληθινό, η ευτυχία. Ο Χριστός είναι η ελπίδα μας. Η σχέση με τον Χριστό είναι αγάπη, είναι έρωτας, είναι ενθουσιασμός, είναι λαχτάρα του θείου. Ο Χριστός είναι το παν. Αυτός είναι η αγάπη μας, Αυτός ο έρωτάς μας. Είναι έρωτας αναφαίρετος ο έρωτας του Χριστού. Από κει πηγάζει η χαρά.
Η χαρά είναι ο ίδιος ο Χριστός. Είναι μία χαρά, που σε κάνει άλλο άνθρωπο. Είναι μία πνευματική τρέλα, αλλά εν Χριστώ. Σε μεθάει σαν το κρασί το ανόθευτο, αυτό το κρασί το πνευματικό. Όπως λέγει ο Δαβίδ: «Ελίπανας εν ελαίω την κεφαλήν μου και το ποτήριόν σου μεθύσκον με ωσεί κράτιστον» (Ψαλ. 22, 5). Ο πνευματικός οίνος είναι άκρατος, ανόθευτος, πολύ δυνατός κι όταν τον πίνεις, σε μεθάει. Αυτή η θεία μέθη είναι δώρο του Θεού, που δίδεται στους «καθαρούς τη καρδία» (Πρβλ. Ματθ. 5, .
Όσο μπορείτε να νηστεύετε, όσες μετάνοιες μπορείτε να κάνετε, όσες αγρυπνίες θέλετε ν’ απολαμβάνετε, αλλά να είστε χαρούμενοι. Να έχετε τη χαρά του Χριστού. Είναι η χαρά που διαρκεί αιώνια, που έχει αιώνια ευφροσύνη. Είναι χαρά του Κυρίου μας, που δίνει την ασφαλή γαλήνη, τη γαλήνια τερπνότητα και την πάντερπνη ευδαιμονία. Η χαρά η πασίχαρη, που ξεπερνά κάθε χαρά. Ο Χριστός θέλει κι ευχαριστείται να σκορπάει τη χαρά, να πλουτίζει τους πιστούς Του με χαρά. Εύχομαι, «ίνα η χαρά υμών η πεπληρωμένη» (Α’ Ιω. 1,4).
Αυτή είναι η θρησκεία μας. Εκεί πρέπει να πάμε. Ο Χριστός είναι ο Παράδεισος, παιδιά μου. Τι είναι Παράδεισος; Ο Χριστός είναι. Από δω αρχίζει ο Παράδεισος. Είναι ακριβώς το ίδιο, όσοι εδώ στη γη ζουν τον Χριστό, ζουν τον Παράδεισο. Έτσι είναι, που σάς το λέγω. Είναι σωστό, αληθινό αυτό, πιστέψτε με! Έργο μας είναι να προσπαθούμε να βρούμε έναν τρόπο να μπούμε μέσα στο φως του Χριστού. Δεν είναι να κάνει κανείς τα τυπικά. Η ουσία είναι να είμαστε μαζί με τον Χριστό. Να ξυπνήσει η ψυχή και ν’ αγαπήσει τον Χριστό, να γίνει αγία. Να επιδοθεί στο θείο έρωτα. Έτσι θα μάς αγαπήσει κι Εκείνος. Θα είναι τότε η χαρά αναφαίρετη. Αυτό θέλει πιο πολύ ο Χριστός, να μάς γεμίζει από χαρά, διότι είναι η πηγή της χαράς. Αυτή η χαρά είναι δώρο του Χριστού. Μέσα σ’ αυτή τη χαρά θα γνωρίσομε τον Χριστό. Δεν μπορούμε να Τον γνωρίσουμε, αν Εκείνος δεν μας γνωρίσει. Πώς το λέγει ο Δαβίδ; «Εάν μη Κύριος οικοδομήση οίκον, εις μάτην εκοπίασαν οι οικοδομούντες, εάν μη Κύριος φυλάξη πόλιν, εις μάτην ηγρύπνησεν ο φυλάσσων» (Ψαλμ. 126, 1).
Αυτά η ψυχή μας θέλει να αποκτήσει. Αν προετοιμασθούμε ανάλογα, η χάρις θα μάς τα δώσει. Δεν είναι δύσκολο. Αν αποσπάσουμε την χάρι, όλα είναι εύκολα, χαρούμενα κι ευλογία Θεού. Η θεία χάρις διαρκώς κρούει την πόρτα της ψυχής μας και περιμένει ν’ ανοίξουμε, για να έλθει στην διψώσαν καρδίαν μας και να την πληρώσει. Το πλήρωμα είναι ο Χριστός, η Παναγία μας, η Αγία Τριάς. Τι ωραία πράγματα!
Άμα αγαπάεις, ζεις στην Ομόνοια και δεν ξέρεις ότι βρίσκεσαι στην Ομόνοια. Ούτε αυτοκίνητα βλέπεις, ούτε κόσμο βλέπεις, ούτε τίποτα. Είσαι μέσα σου με το πρόσωπο που αγαπάεις. Το ζεις, το ευχαριστιέσαι, σ’ εμπνέει. Δεν είναι αληθινά αυτά; Σκεφθείτε αυτό το πρόσωπο που αγαπάτε να είναι ο Χριστός. Ο Χριστός στο νου σου, ο Χριστός στην καρδιά σου, ο Χριστός σ’ όλο σου το είναι, ο Χριστός παντού.
Ο Χριστός είναι η ζωή, η πηγή της ζωής, η πηγή της χαράς, η πηγή του φωτός του αληθινού, το παν. Όποιος αγαπάει τον Χριστό και τους άλλους, αυτός ζει τη ζωή. Ζωή χωρίς Χριστό είναι θάνατος, είναι κόλαση, δεν είναι ζωή. Αυτή είναι η κόλαση, η μη αγάπη. Ζωή είναι ο Χριστός. Η αγάπη είναι η ζωή του Χριστού. Ή θα είσαι στη ζωή ή στο θάνατο. Από σένα εξαρτάται να διαλέξεις.
Ένας να είναι ο στόχος μας, η αγάπη στον Χριστό, στην Εκκλησία, στον πλησίον. Η αγάπη, η λατρεία προς τον Θεό, η λαχτάρα, η ένωση με τον Χριστό και με την Εκκλησία είναι ο επί γης Παράδεισος. Η αγάπη στον Χριστό είναι κι αγάπη στον πλησίον, σ’ όλους, και στους εχθρούς. Ο χριστιανός πονάει για όλους, θέλει όλοι να σωθούν, όλοι να γευθούν τη Βασιλεία του Θεού. Αυτός είναι ο χριστιανισμός. Μέσω της αγάπης προς τον αδελφό θα κατορθώσουμε ν’ αγαπήσουμε τον Θεό. Ενώ το επιθυμούμε, ενώ το θέλουμε, ενώ είμαστε άξιοι, η θεία χάρις έρχεται μέσω του αδελφού. Όταν αγαπάμε τον αδελφό, αγαπάμε την Εκκλησία, άρα τον Χριστό. Μέσα στην Εκκλησία είμαστε κι εμείς. Άρα όταν αγαπάμε την Εκκλησία, αγαπάμε και τον εαυτό μας. ιωβ.
Αύριο με υγεία!
Χρόνια πολλά!
ΓΕΝ
ΧΡΟΝΙΑ ΛΕΥΘΕΡΑ
«ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ 1821» 21.3.2001. ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ ΑΝΑΝΙΑ ΚΟΥΣΤΕΝΗ
https://www.youtube.com/watch?v=dlK_XDrx3Kk&list=PLNg_LrR-kU05BQm34lf4oh6u1k-GADpGj&index=120&t=2s
_ _ _ _ _
«Για του Χριστού την Πίστη την Αγία και της Πατρίδος την Ελευθερία»
https://elp.gr/diafora-nea/2022/03/gia-tou-christou-tin-pisti-tin-agia-kai-tis-patridos-tin-eleftheria/
_ _ _ _ _
Εκπαιδευτήρια “Η Ελληνική Παιδεία”
Ψηφιακό βιβλίο για τους Νεομάρτυρες! – Γυμνάσιο Αμαρούσιου
https://elp.gr/ergasies-mathiton/2021/07/psifiako-vivlio-gia-tous-neomartyres-gymnasio-amarousiou/
καλή ξενάγηση μέσα από τις σελίδες ενός πανέμορφου βιβλίου
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΆ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΕΜΑΣ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ!!!!!!!!!!!!!!
_ _ _ _ _
Το Ελληνόπουλο
(Βίκτωρ Ουγκώ σε μετάφραση Κωστή Παλαμά)
Τούρκοι διαβήκαν, χαλασμός, θάνατος πέρα ως πέρα.
Η Χίο, τ’όμορφο νησί, μαύρη απομένει ξέρα,
με τα κρασιά, με τα δεντρά
τ’ αρχοντονήσι, που βουνά και σπίτια και λαγκάδια
και στο χορό τις λυγερές καμιά φορά τα βράδια
καθρέφτιζε μεσ’ τα νερά.
Ερμιά παντού. Μα κοίταξε κι απάνου εκεί στο βράχο,
στου κάστρου τα χαλάσματα κάποιο παιδί μονάχο
κάθεται, σκύβει θλιβερά
το κεφαλάκι, στήριγμα και σκέπη του απομένει
μόνο μιαν άσπρη αγράμπελη σαν αυτό ξεχασμένη
μες την αφάνταστη φθορά.
-Φτωχό παιδί, που κάθεσαι ξυπόλυτο στις ράχες
για να μην κλαις λυπητερά, τ’ ήθελες τάχα να ‘χες
για να τα ιδώ τα θαλασσά
ματάκια σου ν’αστράψουνε, να ξαστερώσουν πάλι
και να σηκώσεις χαρωπά σαν πρώτα το κεφάλι
με τα μαλλάκια τα χρυσά;
Τι θέλεις άτυχο παιδί, τι θέλεις να σου δώσω
για να τα πλέξεις ξέγνοιαστα, για να τα καμαρώσω
ριχτά στους ώμους σου πλατιά
μαλλάκια, που του ψαλιδιού δεν τάχει αγγίξει η κόψη
και σκόρπια στη δροσάτη σου τριγύρω γέρνουν όψη
και σαν την κλαίουσα την ιτιά;
Σαν τι μπορούσε να σου διώξει τάχα το μαράζι;
Μήπως το κρίνο απ’ το Ιράν που του ματιού σου μοιάζει;
Μην ο καρπός απ’ το δεντρί
που μες στη μουσουλμανική παράδεισο φυτρώνει,
κι έν’ άλογο χρόνια εκατό κι αν πηλαλάει, δε σώνει
μες απ’ τον ίσκιο του να βγει;
Μην το πουλί που κελαηδάει στο δάσος νύχτα μέρα
και με τη γλύκα του περνάει και ντέφι και φλογέρα;
Τι θες κι απ’ όλα τ’ αγαθά
τούτα; Πες. Τ’ άνθος, τον καρπό; Θες το πουλί;
-Διαβάτη,
μου κράζει το Ελληνόπουλο με το γαλάζιο μάτι:
Βόλια, μπαρούτι θέλω, να!
*
Ο θάνατος του κλέφτη
(Ιούλιος Τυπάλδος)
Έχετε γεια, ψηλά βουνά και κρυσταλλένιες βρύσες,
χαράματα με τις δροσιές, νύχτες με το φεγγάρι,
και σεις, μαύρα κλεφτόπουλα, που στην Τουρκιά ετρομάξτε!
Αρρώστια δε με πλάκωσε και πηαίνω να πεθάνω,
κι αν πάρει βόλι το κορμί, πάλι, η ψυχή απομένει.
Μαύρο πουλάκι θα γενώ, μαύρο χελιδονάκι,
να ‘ρθω το γλυκοχάραμα να ιδώ που πολεμάτε,
και σα σχολάσει ο πόλεμος κι εβγεί τ’ αχνό φεγγάρι,
πάλι θε να ‘ρθω να σταθώ σ’ ένα κυπαρισσάκι
τα λίγα τα κλεφτόπουλα, που βρω στη γη να κλάψω,
μέσα στης νύχτας την ερμιά, στον ύπνο που κοιμούνται,
Ν’ ακούσουν οι μανάδες τους να τα μοιρολογήσουν.
-Για ιδές η θύρα του Πασά, και πάψε το τραγούδι!
Έχετε γεια, ψηλά βουνά, τρεχούμενα ποτάμια.
Αδέλφια, να με θάψετε σε μια ψηλή ραχούλα,
ν’ ακούω τ’ αηδόνια που ‘ρχονται και φέρνουν τον Απρίλη.
*
Ο θάνατος του κλέφτη
(Ιούλιος Τυπάλδος)
Έχετε γεια, ψηλά βουνά και κρυσταλλένιες βρύσες,
χαράματα με τις δροσιές, νύχτες με το φεγγάρι,
και σεις, μαύρα κλεφτόπουλα, που στην Τουρκιά ετρομάξτε!
Αρρώστια δε με πλάκωσε και πηαίνω να πεθάνω,
κι αν πάρει βόλι το κορμί, πάλι, η ψυχή απομένει.
Μαύρο πουλάκι θα γενώ, μαύρο χελιδονάκι,
να ‘ρθω το γλυκοχάραμα να ιδώ που πολεμάτε,
και σα σχολάσει ο πόλεμος κι εβγεί τ’ αχνό φεγγάρι,
πάλι θε να ‘ρθω να σταθώ σ’ ένα κυπαρισσάκι
τα λίγα τα κλεφτόπουλα, που βρω στη γη να κλάψω,
μέσα στης νύχτας την ερμιά, στον ύπνο που κοιμούνται,
Ν’ ακούσουν οι μανάδες τους να τα μοιρολογήσουν.
-Για ιδές η θύρα του Πασά, και πάψε το τραγούδι!
Έχετε γεια, ψηλά βουνά, τρεχούμενα ποτάμια.
Αδέλφια, να με θάψετε σε μια ψηλή ραχούλα,
ν’ ακούω τ’ αηδόνια που ‘ρχονται και φέρνουν τον Απρίλη.
*
25η Μαρτίου 1821
(Στέλιος Σπεράντσας)
Ακρίτα στης Ευρώπης τους πυλώνες
η Μοίρα σ’ έχει τάξει, Μάννα Ελλάδα,
τη λευτεριά να διαφεντεύεις στους αιώνες.
Χαρά σου, όταν Φειδίες με λαμπεράδα
στη γη σου πελεκούνε Παρθενώνες
κι Αισχύλοι ανάβουν θεία ανέσπερη λαμπάδα
Μα ο πόνος σου βαθύς, όταν βαραίνει
τυράννων μαύρη σκιά τ’ άγιο σου χώμα
και της ελπίδας τους ανθούς αργομαραίνει.
Κακό όμοιο εκράτει κάποτε -κι ακόμα
πιο ασήκωτο- την όψη σου θλιμμένη.
Κι ήταν πικρόχολο, που σώπαινε το στόμα
Μια αυγή όμως -της φυλής την αμαρτία
το πλήρωμα του χρόνου είχε ξεπλύνει-
το βλέμμα ρίχνοντας στην που έσβηνεν εστία,
Τινάχτεις, Κι ήταν Μάρτης, οι άσπροι κρίνοι
ευώδιαζαν. Τινάχτεις την αιτία
για να μετρήσεις του κακού, που φρένα λύνει
Κι ως στάθηκες ψηλά στο μετερίζι,
με ορμή, που ξεπερνούσε και του ανέμου,
το κοφτερό έσυρες σπαθί σου, που σπιθίζει.
Και φώναξες τρανά: «Καιρός πολέμου.
Με ανθούς του ονείρου η γη ξαναγεμίζει.
Ανάστα τώρα με την άνοιξη, λαέ μου».
*
Ελεύθεροι πολιορκημένοι (Διονύσιος Σολωμός)
(απόσπασμα από το Β’ σχεδίασμα)
Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει·
λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι η μάνα το ζηλεύει.
Τα μάτια η πείνα εμαύρισε· στα μάτια η μάνα μνέει·
στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα καί κλαίει:
«Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ’ έχω γω στο χέρι;
οπού συ μού ΄γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει».
Ο Απρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε
κι οσ’ άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ’ άρματα σε κλειούνε.
Και μες τη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι,
κι’ ολόλευκο εσύσμιξε με τ’ ουρανού τα κάλλη.
Και μες της λίμνης τα νερά, οπ’ έφθασε μ’ ασπούδα
έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα.
Που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο
το σκουληκάκι βρίσκεται σ’ ώρα γλυκιά κ’ εκείνο.
Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη,
η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι
Με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κρένει:
όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει.
*
Ο Δήμος και το καριοφύλι του
(Αριστοτέλης Βαλαωρίτης)
Εγέρασα, μωρέ παιδιά. Πενήντα χρόνους κλέφτης
τον ύπνο δεν εχόρτασα, και τωρ’ αποσταμένος
θέλω να πάω να κοιμηθώ. Εστέρεψ’ η καρδιά μου.
Βρύση το αίμα το ‘χυσα, σταλαματιά δε μένει.
Θέλω να πάω να κοιμηθώ. Κόψτε κλαρί απ’ το λόγγο
να ‘ναι χλωρό και δροσερό, να ‘ναι ανθούς γεμάτο,
και στρώσε το κρεβάτι μου και βάλτε με να πέσω.
Ποιος ξέρει απ’ το μνήμα μου τι δένδρο θα φυτρώσει!
Κι αν ξεφυτρώσει πλάτανος, στον ίσκιο του από κάτω
θα ‘ρχονται τα κλεφτόπουλα τ’ άρματα να κρεμάνε.
Να τραγουδούν τα νιάτα μου και την παλικαριά μου.
Κι αν κυπαρίσσι όμορφο και μαυροφορεμένο,
θα ‘ρχονται τα κλεφτόπουλα τα μήλα να μου παίρνουν,
να πλέουν τις λαβωματιές, το Δήμο να σχωράνε.
Έφαγ’ η φλόγα τ’ άρματα, οι χρόνοι την ανδριά μου.
Ήρθε κι εμένα η ώρα μου. Παιδιά μου, μη με κλάψτε.
Τ’ ανδρειωμένου ο θάνατος δίνει ζωή στη νιότη.
Σταθήτ’ εδώ τριγύρω μου, σταθήτ’ εδώ σιμά μου,
τα μάτια να μου κλείσετε, να πάρτε την ευχή μου.
Κι έν’ από σας το νιώτερο ας ανεβεί τη ράχη,
Ας πάρει το τουφέκι μου, τ’ άξιο μου καριοφύλι.
Κι ας μου το ρίξει τρεις φορές και τρεις φορές ας σκούξει.
«Ο Γέρο Δήμος πέθανε, ο Γέρο Δήμος πάει».
Θ’ αναστενάξ’ η λαγκαδιά, θα να βογγύξει ο βράχος
θα βαργομήσουν τα στοιχειά, οι βρύσες θα θολώσουν
και τ’ αγεράκι του βουνού, όπου περνά δροσάτο,
θα ξεψυχήσει θα σβηστεί θα ρίξει τα φτερά του,
για να μη πάρει τη βοή άθελα και τη φέρει
και τήνε μάθει ο Όλυμπος και την ακούσει ο Πίνδος
και λιώσουνε τα χιόνια τους και ξεραθούν οι λόγγοι.
Τρέχα, παιδί μου, γλήγορα, τρέχα ψηλά στη ράχη
και ρίξε το τουφέκι μου. Στον ύπνο μου επάνω
θέλω για ύστερη φορά ν’ ακούσω τη βοή του.
Έτρεξε το κλεφτόπουλο σαν νά ‘τανε ζαρκάδι,
ψηλά στη ράχη του βουνού και τρεις φορές φωνάζει
«Ο Γέρο Δήμος πέθανε, ο Γέρο Δήμος πάει».
Κι εκεί που αντιβοούσανε οι βράχοι, τα λαγκάδια
ρίχνει την πρώτη τουφεκιά, κι έπειτα δευτερώνει.
Στην τρίτη και την ύστερη, τ’ άξο το καριοφύλι
βροντά, μουγκρίζει σαν θεριό, τα σωθικά του ανοίγει,
φεύγει απ’ τα χέρια, σέρνεται στο χώμα λαβωμένο,
πέφτει απ’ του βράχου το γκρεμό, χάνεται, πάει, πάει.
Άκουσ’ ο Δήμος τη βοή μες στο βαθύ τον ύπνο,
τ’ αχνό του χείλι εγέλασε, εσταύρωσε τα χέρια…
«Ο Γέρο Δήμος πέθανε, ο Γέρο Δήμος πάει».
Τ’ ανδρειωμένου η ψυχή του φοβερού του Κλέφτη
με τη βοή του τουφεκιού στα σύγνεφ’ απαντιέται
αδερφικά αγκαλιάζονται, χάνονται, σβήωνται, πάνε.
*
Ο βράχος και το κύμα
(Βαλαωρίτης Αριστοτέλης)
«Μέριασε, βράχε, να διαβώ!» το κύμα ανδρειωμένο
λέγει στην πέτρα του γιαλού θολό, μελανιασμένο.
«Μέριασε! μες τα στήθη μου, που ‘σαν νεκρά και κρύα
μαύρος βοριάς εφώλιασε και μαύρη τρικυμία.
Αφρούς δεν έχω γι’ άρματα, κούφια βοή γι’ αντάρα,
έχω ποτάμι αίματα, με θέριεψε η κατάρα
του κόσμου, που βαρέθηκε, του κόσμου που ‘πε τώρα:
«Βράχε, θα πέσεις, έφτασεν η φοβερή σου η ώρα!»
Όταν ερχόμουνα σιγά, δειλό, παραδαρμένο,
και σούγλυφα και σούπλενα τα πόδια δουλωμένo,
περήφανα μ’ εκοίταζες και φώναζες του κόσμου,
να δει την καταφρόνεση που πάθαινε ο αφρός μου.
Κι αντίς εγώ κρυφά κρυφά, εκεί που σ’ εφιλούσα,
μέρα και νύχτα σ’ έσκαφτα τη σάρκα σου εδαγκούσα
και την πληγή που σ’ άνοιγα, το λάκκο πούθε κάμω,
με φύκη τον επλάκωνα, τον έκρυβα στον άμμο
Σκύψε να ιδείς τη ρίζα σου στης θάλασσας τα βύθη,
τα θέμελά σου τα ‘φαγα, σ’ έκαμα κουφολίθι
Μέριασε, βράχε, να διαβώ! Του δούλου το ποδάρι
θα σε πατήσει στο λαιμό…Εξύπνησα λιοντάρι…»
Ο βράχος εκοιμότουνε. Στην καταχνιά κρυμμένος,
αναίσθητος σου φαίνεται, νεκρός, σαβανωμένος.
Του φώτιζαν το μέτωπο, σχισμένο από ρυτίδες,
του φεγγαριού, που ‘ταν χλωμό, μισόσβηστες αχτίδες.
Ολόγυρα του ονείρατα, κατάρες ανεμίζουν
και στον ανεμοστρόβιλο φαντάσματα αρμενίζουν,
καθώς ανεμοδέρνουνε και φτεροθορυβούνε
τη δυσωδία του νεκρού τα όρνια αν μυριστούνε.
Το μούγκρισμα του κύματος, την άσπλαχνη φοβέρα,
χίλιες φορές την άκουσεν ο βράχος στον αθέρα
ν’ αντιβοά τρομαχτικά χωρίς καν να ξυπνήσει,
και σήμερα ανατρίχιασε, λες θα λιγοψυχήσει.
«Κύμα, τι θέλεις από με και τι με φοβερίζεις;
Ποιος είσαι συ κι ετόλμησες, αντί να με δροσίζεις,
αντί με το τραγούδι σου τον ύπνο μου να ευφραίνεις,
και με τα κρύα σου νερά τη φτέρνα μου να πλένεις,
εμπρός μου στέκεις φοβερό, μ’ αφρούς στεφανωμένο;
Όποιος κι αν είσαι μάθε το, εύκολα δεν πεθαίνω!»
«Βράχε, με λένε Εκδίκηση. Μ’ επότισεν ο χρόνος
χολή και καταφρόνεση. Μ’ ανάθρεψεν ο πόνος.
Ήμουνα δάκρυ μια φορά και τώρα κοίταξέ με,
έγινα θάλασσα πλατιά, πέσε, προσκύνησέ με.
Εδώ μέσα στα σπλάχνα μου, βλέπεις, δεν έχω φύκη,
σέρνω ένα σύγνεφο ψυχές, ερμιά και καταδίκη,
ξύπνησε τώρα, σε ζητούν του άδη μου τ’ αχνάρια…
Μ’ έκαμες ξυλοκρέβατο… Με φόρτωσες κουφάρια…
Σε ξένους μ’ έριξες γιαλούς… Το ψυχομάχημά μου
το περιγέλασαν πολλοί και τα πατήματά μου
τα φαρμακέψανε κρυφά με την ελεημοσύνη.
Μέριασε βράχε, να διαβώ, επέρασε η γαλήνη,
καταποτήρας είμαι εγώ, ο άσπονδος εχθρός σου,
γίγαντας στέκω εμπρός σου!»
Ο βράχος εβουβάθηκε. Το κύμα στην ορμή του
εκαταπόντησε μεμιάς το κούφιο το κορμί του.
Χάνεται μες την άβυσσο, τρίβεται, σβήεται, λιώνει
σα να ‘ταν από χιόνι
Επάνωθέ του εβόγγιζε για λίγο αγριεμένη
η θάλασσα κι εκλείστηκε. Τώρα δεν απομένει
στον τόπο που ‘ταν το στοιχειό, κανείς παρά το κύμα,
που παίζει γαλανόλευκο επάνω από το μνήμα.
Δυστυχώς όλα αυτά δεν λένε τίποτα στους περισσότερους νεοέλληνες… όσο για την νεολαία, εκεί είναι να κλαις από την άγνοια και την αμορφωσιά τους…
Ένας λαός που βαδίζει στον αφανισμό και δεν το ξέρει…
Πόπη μου καλησπέρα και χρόνια πολλά!
το ξέρω… σε πλακώνει η στενοχώρια που το σκέφτεσαι.
σήμερα γύριζα σπίτι και ο καιρός ήταν τόσο ωραίος. η Άνοιξη ακολουθεί την ανέμελη πορεία της αγνοώντας τί συμβαίνει στον κόσμο. μέσα στο αυτοκίνητο μου ήρθαν οι στίχοι από τους “Ελεύθερους Πολιορκημένους” και ανατρίχιασα γιατί αισθάνθηκα ότι ζούμε ή πλησιάζει να ζήσουμε τέτοιες καταστάσεις, ακριβώς όπως το περιγράφει το απόσπασμα από πάνω.
έτυχα και σε κάτι άλλο τώρα και θα ήθελα να το στείλω γιατί συγκλονίστηκα και συγκινήθηκα.
πρόκειται για τα παρακάτω δύο ποιήματα. δεν ξέρω, αλλά νομίζω ταιριάζουν μεταξύ τους: δύο μικρές Ελληνοπούλες από διαφορετικές εποχές, “συνομιλούν” μέσα από τους αιώνες: η μία σκλαβωμένη, όπου να είναι αντικρύζει τον θάνατο, κι η άλλη ελεύθερη (;;;;;;), χάρη στην πρώτη, και περήφανη που είναι Ελληνίδα.
μακάρι τα παιδιά και οι σημερινοί Έλληνες να καταλαβαίναμε πόσα χρωστάμε στους προγόνους μας. νομίζω μέσα από τα λόγια της μικρής Σουλιώτισσας κανείς δεν θα μείνει ασυγκίνητος… μόνο ελπίζω να μην μείνουμε στην στιγμιαία συγκίνηση.
Η ΜΙΚΡΗ ΣΟΥΛΙΩΤΙΣΣΑ
Από μικρή μωρέ παιδιά ,
δε χάρηκε η ψυχή μου,
το στόμα μου δε γέλασε,
μέρα άσπρη δεν επέρασε,
μαύρη ήταν η ζωή μου.
Έχασα γρήγορα γονιούς,
το ένα μου τ’ αδέρφια,
από τους άπιστους εχθρούς,
εκείνους τους τουρκαλβανούς
στ’ Αλή Πασά τ’ ασκέρια .
Μα τώρα που επάτησαν
οι άπιστοι στο Σούλι,
κάλλιο να πέσω στον γκρεμό,
και να βρω θάνατο πικρό,
παρά να γίνω δούλη.
*
Η ΜΙΚΡΗ ΕΛΛΗΝΟΠΟΥΛΑ
Ω! Πόσο χάρηκε η παιδική,
Η αθώα μου καρδούλα
Όταν μια μέρα η μαμά
Με είπε Ελληνοπούλα
Και ποια πατρίδα ειν’αυτή
και ποια μεγάλη χώρα
Που ‘χει έναν τέτοιο ουρανό
Κι έναν καθάριο ήλιο.
_ _ _ _ _
εδώ μια πολύ ωραία δουλειά για παιδιά, γονείς και εκπαιδευτικούς
Δραστηριότητες, παιδαγωγικό και εποπτικό υλικό για το Νηπιαγωγείο & το Δημοτικό
https://taniamanesi-kourou.blogspot.com/
(εξαιρετικά πλούσιο υλικό για παιδιά Νηπιαγωγείου και Δημοτικού με θέμα την 25η Μαρτίου)
https://taniamanesi-kourou.blogspot.com/2014/03/25-1821-10-1821.html
και πάλι χρόνια πολλά σε όλους και είθε να αναστηθεί η Ελληνική ψυχή μας που δυστυχώς σαν να παρακοιμήθηκε
Τέτοιες μέρες, μου έρχονται στο μυαλό οι μνήμες από τα μαθητικά χρόνια του Δημοτικού και του Γυμνασίου, που ανεβάζαμε σκετς και πάντα με διάλεγαν δάσκαλοι και καθηγητές, για να πω το ποίημα του Βαλαωρίτη “Μέρισε βράχε”…και καίγονταν τα μέσα μου από την περηφάνεια και την συγκίνηση…θυμάμαι τον εαυτό μου παραστάτη της ΣΗΜΑΙΑΣ, πόσο περήφανη ένοιωθα…
Άλλα χρόνια, άλλος λαός…
…………………….
Αγαπητε blumlifee,χρονια πολλα.Ποτε δεν θα καταλαβουν οι ”Ελληνες” οτι,το χρεος μας στους προγονους μας,που τους σκεπαζει η Δοξα,ειναι αιωνιο και αδυνατο να εξυπερετηθει.Οσο το φως του ηλιου θα σκορπα την ζεστασια του,το χρεος μας σ`αυτους θα ειναι ζωντανο,μαζι με την φλογα που καιει στις καρδιες μας,για Λευτερια.Τουλαχιστον σε εμας που μας συνταρασσει η Θυσια τους.