Γράφει η Κατερίνα Μίσσια
Είναι και αυτά τα βράδια λοιπόν, που αποφασίζεις να κλείσεις την τηλεόραση, να απενεργοποιήσεις το κινητό, να μη διαβάσεις καν ένα βιβλίο.
Ανάβεις ένα κερί..
Στάζεις λίγο απο το κόκκινο κρασί στο ποτήρι σου και το αφήνεις να γλιστρήσει στο στόμα σου.
Ξαπλώνεις στο πάτωμα, πάνω στα άναρχα πεταμένα μαξιλάρια.
Και ανοίγεις το ραδιόφωνο.
Αποφασίζεις να βάλεις τον αγαπημένο σου σταθμό, εκείνον το σταθμό που χρόνια τώρα είναι το παρεάκι σου στα δύσκολα.
Ξέρεις, το ράδιο είναι ένα μαγικό ταξίδι, που δεν το επηρεάζεις,δεν αλλάζεις σταθμό, αποφασίζει κάποιος άλλος για σένα τα τραγούδια που ακούς.
Και πώς γίνεται ένας άγνωστος τύπος, πίσω απο ένα μικρόφωνο να σε ξέρει τόσο καλά;
Πώς γίνεται να ξέρει τι νιώθεις, μου λες;
Και ακούς τη φωνή, εκείνη τη φωνή που σε κρατάει χρόνια συντροφιά, εκείνη τη φωνή που δεν την έχεις ακούσει ποτέ απο κοντά, αλλά είναι τόσο δική σου. Είναι τόσο δικός σου άνθρωπος αυτός ο τύπος που μιλάει.
Πώς άλλωστε να μην είναι; Αφού σε ακούει κι εκείνος, αφού με αυτόν τον μαγικό τρόπο του ραδιοφώνου σε ξέρει.
Και ξεκινάτε παρέα, σε πάει, τον πας, ποιός ξέρει; Είστε παρέα, αυτό έχει μόνο σημασία. Εσείς οι δυο, ένα μικρόφωνο και τα τραγούδια…
Μην ξεχνάς το ραδιόφωνο, μην το παρατάς, με αυτό μεγαλώσαμε κάποιοι, αυτό ακούγαμε κρυφά απο τους γονείς μας εκείνα τα ατελείωτα βράδια της εφηβείας, κάτω απο το πάπλωμα.
Αυτή τη φωνή ακούγαμε και τότε και απόψε μοιάζει λίγο με εφηβεία.
Αυτή η φωνή δεν είναι παλιά, είναι απ’τα παλιά.