Γράφει ο Γιώργος Καραγεώργος
Κάτσε κάτω ρε ψυχή, στρίψε τσιγάρο, βάλε ουίσκι, δυνάμωσε την ένταση απ΄ τα λαϊκά μας και στρώσου για να τα πούμε ένα χεράκι, που στα ΄χω μαζεμένα!
Για πες μου τώρα, ποιος ήταν δίπλα σου μωρέ ψυχή και το εννοούσε;
Ποιος στάθηκε λιγάκι να σε ακούσει, όλοι τους μονάχα να μιλάνε ξέρανε και τίποτε άλλο κι ας άκουσες την κάθε λέξη τους, την κάθε άνασσα τους, το κάθε “αχ” τους…
Ποιος ήρθε να σου πει μια γαμημένη φορά, εγώ θέλω αυτό που είσαι, όλοι τους να σε αλλάξουνε προσπάθησαν, όλοι τους να σε φέρουνε ακριβώς στα μέτρα τα δικά τους.
Όλοι ρε πούστη μου, σε συμπίεσαν, σε τέντωσαν, σε κόψανε κομμάτια, σε κολλήσαν με ξένα πράγματα για να τους κάνεις, για να τους πας, λες κι είσαι ρούχο τους κι όχι ψυχή.
Ποιος ήταν δίπλα σου μωρέ ψυχή και το εννοούσε;
Ποιος χάιδεψε τα ανακατωμένα σου μαλλιά από την αυπνία κι από το στριφογύρισμα, χωρίς να θέλει στο τέλος πληρωμή;
Ποιος μαλάκα μου σου χάρισε ουρανό και δεν σου είχε φυλαγμένα σύννεφα μαύρα και βροχές;
Ποιος από όσους σου είπαν, δείξε τις πληγές σου, δεν πήρε μια ξύστρα και στις έξυσε για να τις δει πόσο αίμα μπορούν να βγάλουνε ακόμη;
Ποιος ήταν δίπλα σου καημένη μου ψυχή και το εννοούσε;
Ποιος κερατάς από όλους τους, δεν σου βάλε προϋποθέσεις κι απαγορευτικά;
Ποιος σε άφησε ελεύθερη για να ανασάνεις;
Ποιος από όσους σου είπανε, πες τις αλήθειες σου, στο είπε γιατί τον ενδιέφεραν κι όχι για να σου φτιάξει ένα σταυρό για όλες και να στις σταυρώσει
Ποιος, πες μου, σου είπε μια φορά μια αλήθεια, που να είναι όμως αληθινή αλήθεια;
Ποιος ήταν δίπλα σου μωρέ ψυχή και το εννόησε;
Ποιος απ΄ όσους, ήρθε τάχα μου μαυροφορεμένος στις αμέτρητες κηδείες, ήταν εκεί για να θρηνήσει κι όχι για σε περιγελάσει;
Πες μου έναν ρε γαμώτο.
Έναν μωρέ ψυχή πες μου!