Γράφει η Κορίνα Παπαδοπούλου
Πόσα μπορείς να κρύψεις πίσω από μια οθόνη;
Συναισθήματα, λόγια, δάκρυα, πίκρα, πόνο, αγάπη, έρωτα, χαμόγελα, ευτυχία, ακόμη και μια ολόκληρη ζωή. Μπορείς να κρύψεις επιλογές, ανθρώπους και τους χτύπους της καρδιάς σου που χτυπούν στον ρυθμό ενός ερωτικού τραγουδιού.
Έτσι και εκείνοι. Πίσω από μια οθόνη. Πολεμούσαν με θεούς και δαίμονες.
Πολεμούσαν ακόμη και με τον ίδιο τους τον εαυτό. Πολεμούσαν έναν έρωτα, πέρα για πέρα αληθινό αλλά πάντοτε ανείπωτο. Προκάλεσαν πόνο, πολύ πόνο, ο ένας στον άλλο. Πληγές βαθιές. Που τώρα πια χρειάζεται κόπος και χρόνος για να επουλωθούν.
Είπαν τα μεγαλύτερα ψέματα ο ένας στον άλλο. Τα είπαν ακόμη και στους εαυτούς τους. Κάθε στιγμή που έλεγαν, “δεν σε σκεφτομαι”, “δεν σε θέλω”, “φύγε μακριά μου”, “δεν είσαι τίποτα για εμένα.”
Ήταν όλα τους ψέματα. Ήταν εικονικά προστατευμένοι. Από την αλήθεια της καρδιάς τους. Ήξεραν πως δεν θα τους πρόδιδαν τα μάτια τους.
Προστάτευαν και έτρεφαν τον εγωισμό τους, μην και επιβεβαιώσουν αυτό που στα μάτια όλων ήταν προφανές, ήταν εκεί και φώναζε, εκλιπαρούσε για προσοχή.
Όλοι το έβλεπαν, ξένοι, φίλοι, κολλητοί. Όλοι εκτός από εκείνους τους δυο.
Μήπως τελικά έκαναν πως δεν το έβλεπαν;
Ποιος μπορεί; Ποιος θα τολμήσει να πει πως δεν ένιωσαν; Ποιος θα βρει το θράσος να πει πως αυτοί οι δυο άνθρωποι δεν ερωτεύτηκαν; Δεν έζησαν νύχτες αξημέρωτες, σκεπτόμενοι ο ένας τον άλλο;
Νύχτες που το μοναδικό παυσίπονο για τις ψυχές τους που πονούσαν ήταν η επήρεια του αλκοόλ στο σώμα τους. Που η θολούρα από το μεθύσι δεν τους άφηνε να δουν βαθιά μέσα τους.
Νύχτες που θα έπρεπε να είναι αγκαλιασμένοι, για να γιατρεύει ο ένας τον άλλο. Ποιος θα μπορέσει να παραβλέψει τα δάκρυα του πόνου τους; Ενός πόνου που προκαλούσαν οι ίδιοι.
Η ιστορία αυτών των δυο νέων έμεινε στην μέση ή καλλίτερα στην αρχή, σε μια άνω τελεία.
Ερωτήματα αναπάντητα. Δάκρυα που ακόμη σαν ποτάμια κυλούν από τα μάτια τους. Καρδιές λαβωμένες, που ακόμα αιμορραγούν. Ψυχές μισές, πληγωμένες. Πάλεψαν τόσο δυνατά να είναι χωριστά.
Μια μάχη πιο ισχυρή, πιο επίπονη από εκείνη που θα μπορούσαν να δώσουν για τον έρωτα τους. Για έναν έρωτα που δεν τα κατάφερε. Ένα αίσθημα που τους στιγμάτισε.
Η ιστορία τους εδώ τελειώνει. Ίσως δεν μάθουμε ποτέ τι ήθελε να πει ο ένας στον άλλο, την ώρα που έγραφαν τις χιλιάδες λέξεις τους.
Πόσες φορές άραγε πληκτρολόγησαν προτάσεις γεμάτες αλήθεια, έρωτα κι αγάπη και τις έσβησαν για χάρη του εγωισμού τους; Πόσα λόγια έμειναν μετέωρα στο “πληκτρολογείν…”
Αυτές είναι λεπτομέρειες που δεν θα μάθουμε ποτέ. Έτσι δεν γίνεται και στα παραμύθια άλλωστε; Ποτέ δεν μαθαίνουμε την ιστορία με κάθε λεπτομέρεια.
Σε αυτήν μπορεί να μη ξέρουμε τίνος ήταν το γοβάκι που χάθηκε.
Γνωρίζουμε όμως που ανήκει η καρδιά και το μυαλό του πρίγκιπα του παραμυθιού. Κι ας μην το ομολόγησε ποτέ. Μερικά πράγματα δεν χρειάζεται να τα πεις, μα να τα νιώσεις.
Ένας πρίγκιπας που ήταν αλλιώτικος από τους άλλους. Ένας πρίγκιπας που άφησε την πριγκίπισσα του να πεθάνει, για χάρη των πρέπει και των απαγορεύσεων. Που άκουσε το μυαλό και αγνόησε την καρδιά του.
Πέρα λοιπόν από πρίγκιπες, δράκους, κάστρα και γοβάκια.