Λατέρνα: Η ιστορία της χάνεται στον χρόνο…

Λατέρνα: Η ιστορία της χάνεται στον χρόνο…

25 Δεκεμβρίου, 2020 3 Από Καλλιόπη Σουφλή
Προβολές:581
Μοίρασέ το

Η λατέρνα μεσουράνησε σε μια εποχή που δεν υπήρχε γραμμόφωνο, ραδιόφωνο, στερεοφωνικό, τηλεόραση….κυριολεκτικά τίποτα.

 
Ο κόσμος με τη λατέρνα ψυχαγωγήθηκε, χόρεψε, τραγούδησε….
 
Γράφτηκαν σ αυτήν τραγούδια Σμυρναίικα, δημοτικά, ρεμπέτικα, κανταδόρικα.
 

 
 
H ιστορία της λατέρνας (la torno = αυτό που γυρίζει) χάνεται στο χρόνο.
 
Λέγεται ότι η πρώτη λατέρνα κατασκευάστηκε το 1808 από έναν κατασκευαστή πιάνων στο Bristol της Αγγλίας, ο οποίος έβγαλε τα πλήκτρα και τα αντικατέστησε με έναν κύλινδρο με καρφιά….
 
Κυκλοφόρησε στο Βέλγιο, στη Γαλλία, Βόρεια Ιταλία και στις…..Ανατολικές Πολιτείες της Αμερικής.

Είχε μια εκρηκτική εξάπλωση, ειδικά στις Ελληνικές παροικίες της Ευρώπης και της Ανατολής.

Κυρίως στη Κωνσταντινούπολη, Αθήνα, Πειραιά, Θεσσαλονίκη, Κάιρο, Αλεξάνδρεια, Σμύρνη, Βουκουρέστι κλπ, με τεχνίτες Έλληνες και αρκετούς Αρμένιους, που έγραψαν Ελληνική και Ευρωπαϊκή μουσική.

Η πρώτη ελληνική λατέρνα δημιουργήθηκε γύρω στα 1880. Τότε η συνεργασία του Έλληνα Ιωσήφ Αρμάου και του Ιταλού Jugepe Turconi απέφερε την λατέρνα.

Οι δυο τους πολύ καλοί φίλοι με έντονες μουσικές και κατασκευαστικές δεξιότητες έφτιαξαν στην Κωνσταντινούπολη την πρώτη λατέρνα.

 
Είχαν δημιουργήσει ένα συνεταιρισμό όπου είχαν διαχωρίσει τη δουλειά σε δύο κομμάτια.
 
Ο Turconi ασχολιόταν με το κατασκευαστικό κομμάτι ενώ ο Αρμάος με την καταγραφή, δηλαδή το «σταμάτημα» των τραγουδιών.
 
Είχε το σχήμα μεγάλου κιβωτίου που μπορούσε να κουβαληθεί στις πλάτες του και συνήθως ήταν αρκετά μεγάλος ώστε να χωράει εννέα τραγούδια.

Στην Κωνσταντινούπολη ήταν «αρχόντισσα και κυρά» σύμφωνα με τη Ζάννα Αρμάου.

 
Βασίλευε στα πολυτελή εστιατόρια του Βοσπόρου, τότε που ο ελληνισμός της Πόλης ζούσε τη «χρυσή του εποχή».
 
Όλα τα μεγάλα κέντρα και τα πλουσιόσπιτα της Πόλης και της Μικράς Ασίας, είχαν τις δικές τους λατέρνες.
 
Δεν γινόταν γάμος ή χορός ή άλλη γιορτή χωρίς λατέρνα που να παίζει μέχρι το πρωί.
 
Είναι χαρακτηριστικό ότι στις αρχές του 20ου αιώνα υπήρχαν γύρω στις 5.000 λατέρνες στην Κωνσταντινούπολη, Αθήνα και Πειραιά, ένας αριθμός εντυπωσιακός, γατί σε σχέση με τον τότε πληθυσμό είχε την ίδια πυκνότητα ανά κάτοικο που έχουν σήμερα τα πιάνα.

Η λατέρνα μεσουράνησε σε μια εποχή που δεν υπήρχε γραμμόφωνο, ραδιόφωνο, στερεοφωνικό, τηλεόραση….κυριολεκτικά τίποτα.

 
Ο κόσμος με τη λατέρνα ψυχαγωγήθηκε, χόρεψε, τραγούδησε….
 
Γράφτηκαν σ αυτήν τραγούδια Σμυρναίικα, δημοτικά, ρεμπέτικα, κανταδόρικα.
 
Εθνικά εμβατήρια , ακόμη και πόλκες, μαζούρκες, βαλσάκια και ταγκό.
 
Δεν είναι υπερβολικό να πούμε ότι ένα σοβαρό κομμάτι από τη μουσική μας κληρονομιά είναι επηρεασμένο από τα ακούσματα και τις τεχνικές δυνατότητες αυτού του οργάνου.

Υπήρχαν δύο ομάδες ειδικοτήτων: οι πρώτοι οι «Οργανοποιοί» – κατασκεύαζαν το όργανο και οι δεύτεροι – οι «Σταμπαδόροι» – ή «καρφωτές» έκαναν τα τραγούδια.

 
Κάθε νέο τραγούδι γινόταν επιτυχία μετά το «σταμπάρισμά» του στον κύλινδρο.
 
Γνωστά ονόματα: Τουρκόνι, Αρμάο, Γεωργίου, Καρμέλλο, Μπρίντιζι, Τριπολιτσιώτης, Πολύκαρπος, Παπανδρέου, Ντικράν, Αλή Μπέη, Ευθυμίου, Φωτίου,….άνθρωποι που γνώρισαν τεράστια δόξα στο χώρο αυτό. Διασημότερος καρφωτής υπήρξε ο Νίκος Αρμάος.

Ενα ξεχωριστό χαρακτηριστικό της λατέρνας ήταν και το στόλισμά της.

 
Υπήρχαν καταστήματα που πουλούσαν αποκλειστικά στολίδια και άλλα είδη γι αυτήν.
 
Είχαν σκεπάσματα από δέρμα σε διάφορα χρώματα, με κεντίδια σκαλισμένα διάτρητα.
 
Αυτές ήταν οι φορεσιές.
 
Υπήρχαν βελούδινα σκεπάσματα με ρέλι, χρυσοκεντήματα με παραστάσεις (πχ 2 κοπέλες να κρατούν την ελληνική σημαία, ή παραστάσεις από μάχες του 1821.
 
Κύριο βάρος στο στολισμό της λατέρνας είχαν οι χάντρες, τα κομπολόγια και οι εικόνες.
 
Η εικόνα που είχαν στη μέση, ήταν σχεδόν πάντοτε της Μαρίας της Πενταγιώτισσας ή της Ρόζας Εσκενάζυ.

Τέλος, τα πόδια που στηριζόταν η λατέρνα ήταν ξυλόγλυπτα.

 
Το τέλος αυτής της ιστορίας άρχισε να έρχεται με την εμφάνιση του γραμμόφωνου και του ραδιοφώνου. Αρχίζει τότε να παραγκωνίζεται σαν μέσο διασκέδασης του κοινού.
 
Η εμφάνιση του ομιλούντος κινηματογράφου της αφαιρεί έναν ακόμη ρόλο.

Τέλος η στενή επαφή της με το ρεμπέτικο τραγούδι και η είσοδος της σε καταγώγια τη φέρνουν σε σύγκρουση με το κατεστημένο και την περιθωριοποιούν.

Η δικτατορία του Μεταξά απαγορεύει το ρεμπέτικο και μαζί μ αυτό θέτει «εκτός νόμου» και τη λατέρνα.

 
Τα όργανα μαζεύονται από το δρόμο, και αποσύρονται στις αποθήκες.
 
Το φιλί της ζωής για τη Λατέρνα που ξεψυχάει θα το δώσει ο κινηματογράφος, που την είχε υποστηρίξει και στο παρελθόν, δια χειρός Φιλοποίμενος Φίνου αυτή τη φορά.
 
Γυρίζει δύο ταινίες όπου πρωταγωνιστεί η Λατέρνα: το «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο» το 1955 και το «Λατέρνα, φτώχεια και γαρύφαλλο» το 1957, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Αλέκου Σακελάριου με τους Αυλωνίτη, Φωτόπουλο, Καρέζη, Αλεξανδράκη.

Η υπέροχη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι τυπωμένη στον κύλινδρο από τον Νίκο Αρμάο ενθουσιάζει τον κόσμο. Η λατέρνα γίνεται μόδα.

 
Όσοι μπορούν να πληρώσουν παίρνουν ένα όργανο στο σπίτι.
 
Όλοι σχεδόν οι μεγάλοι συνθέτες όπως ο Θεοδωράκης, ο Ξαρχάκος, ο Μαρκόπουλος, ο Πλέσσας χρησιμοποιούν τον ήχο της για να ντύσουν τα τραγούδια τους.

Η λατέρνα μπαίνει στο soundrack κι άλλων ταινιών, όπως το «Ποτέ την Κυριακή», «Τα κόκκινα φανάρια». ακόμα και ξένων παραγωγών όπως το «Απόδραση στην Αθήνα».

 
Όμως οι μέρες της μεγάλης δόξας έχουν περάσει ανεπιστρεπτί.
 
Με τη χούντα μάλιστα έρχονται και νέες περιπέτειες για τους περιπλανώμενους οργανοπαίκτες που οδηγούνται στα κρατητήρια με την κατηγορία της επαιτείας.
 
Σήμερα στην περιοχή της Αττικής υπάρχουν λιγότερα από 10 περιπλανώμενα όργανα και ίσως να υπάρχουν και άλλα τόσα στην υπόλοιπη Ελλάδα.

Οι λατέρνες πλέον αποτελούν συλλεκτικά κομμάτια. Κάποιες κοσμούν ιδιωτικές συλλογές στην Ευρώπη και την Αμερική.

 
Μαζί με τα όργανα χάθηκαν σιγά – σιγά και οι τεχνίτες της λατέρνας.
 
Το 1978 ο Νίκος Αρμάος έλεγε: «Εγώ την αγαπάω σαν παιδί μου, σα να τη γέννησα εγώ, αλλά δεν τη βλέπω να έχει πιότερη ζωή από τη δική μου». Στις 14 Μαΐου 1979 ο Νίκος Αρμάος πεθαίνει. Τη σκυτάλη παίρνει ο 65χρονος τότε, γιος του Τζούλιος και συνεχίζει μέχρι το δικό του θάνατο το Φεβρουάριο του 1995.

Μετά το θάνατο του Αρμάου, συνεχιστής του έργου του έγινε ο Αντώνης Νασιόπουλος, που πολύ βοήθησε και επηρεάστηκε από τον προηγούμενο.

 
Άλλος επίσης άξιος συνεχιστής είναι ο Πάνος Ιωαννίδης από τη Θεσσαλονίκη, που έκανε μεγάλη προσπάθεια για την αναβίωση και την κατασκευή της λατέρνας. Το βιβλίο του μάλιστα «Λατέρνα η αρχόντισσα του δρόμου» είναι το μοναδικό που κυκλοφορεί για τη λατρεία αυτή τη στιγμή.


Y.Γ. To κείμενο υπογράφει ο κ. Λιναρδάτος

Αντώνης Νασιόπουλος
(τεχνίτης, σταμπαδόρος, κατασκευαστής)
 
Ευτύχησα να έχω δασκάλους τους δύο τελευταίους μάστορες του σταμπαρίσματος. Ο Τζούλιος Αρμάος, γιος του Νίκου Αρμάου και εγγονός του Ιωσφήβ, στον Πειραιά και ο Τάσος Τζιώνης, στις Σέρρες.
 
Κοινό χαρακτηριστικό όλων των παλιών τεχνιτών ήταν ότι δεν έδειχναν εύκολα την τέχνη τους κι αυτό είχε περάσει στη σφαίρα της ιδεολογίας.
 
Προτιμούσαν να μένει σε οικογενειακά πλαίσια. Παρόλα αυτά, όταν αξιολογούσαν έναν άνθρωπο και τον εμπιστεύονταν για δικούς τους λόγους, τον δίδασκαν. Είχα την τύχη να με διδάξουν και οι δύο.

 
 
Όταν αποφοίτησα από το λύκειο αποφάσισα να αγοράσω μια λατέρνα.
 
Ως κάτοικος της Πλάκας ερχόμουν σε συνεχή τριβή με το αντικείμενο και είχα εντυπωσιαστεί. Δυσκολεύτηκα να βρω ένα αξιοπρεπές όργανο, καθώς τα περισσότερα δεν ήταν καλοδιατηρημένα.
 
Ψάχνοντας, ανακάλυψα τον Δημήτρη Παπαμηνά, έναν γραφικό λατερνατζή της Πλάκας, όπου μου πούλησε τη μία από τις δύο του λατέρνες.
 
Το 1991 πλήρωσα 950 χιλιάδες δραχμές.
 
Ήταν μια καλή τιμή, οι περισσότερες ξεπερνούσαν το 1,5 εκατομμύριο.
 
Εκείνος με έστειλε στον Αρμάο για να την επισκευάσω, στο εργαστήριό του.
 
Βρήκα έναν παππού να επισκευάζει ιδρωμένος μια ρομβία. Του είπα περί τίνος πρόκειται κι εκείνος αφού δέχτηκε να με εξυπηρετήσει στο μουσικό κομμάτι, με σύστησε στον μετέπειτα συνεργάτη μου, τον τεχνίτη πιάνων Βασίλη Ιακωβίδη για την επισκευή των χορδών.
 
Όταν επέστρεψα για τα τραγούδια στον Αρμάο, πρότεινε να μου δείξει και μερικά πράγματα στον τομέα της συντήρησης, μιας και το ενδιαφέρον μου φαινόταν μεγάλο.
 
Ούτε λίγο, ούτε πολύ πέρασαν 3 χρόνια διδασκαλίας. Είχα μάθει σχεδόν τα πάντα πάνω στη λατέρνα, εκτός βέβαια από την τέχνη του σταμπαρίσματος η οποία όπως είπαμε ήταν το μεγάλο μυστικό.
 
Το 1994, όταν ετοιμαζόμουν για το στρατιωτικό μου, ο Αρμάος μου υποσχέθηκε πως επιστρέφοντας θα μου μάθαινε την τέχνη, μιας και είχα κερδίσει την εμπιστοσύνη του.
 
Όμως τα πράγματα δεν ήρθαν όπως τα θέλαμε, καθώς αρρώστησε και πέθανε.
 
Με την μετάθεσή μου ως φαντάρος στις Σέρρες, θυμήθηκα το όνομα του Τζιώνη και θεώρησα πως ήταν η καλύτερη ευκαιρία να τον γνωρίσω.
 
Αφού συναντηθήκαμε, ο μάστορας χάρηκε πολύ· όπως μου είπε είχε χρόνια να μιλήσει τη γλώσσα του.
 
Έτσι σχεδόν σε κάθε άδεια βρισκόμουν στο σπίτι του, να πίνουμε καφέ και να μιλάμε για τη λατέρνα.
 
Κάποια στιγμή από μόνος του θέλησε να μου μάθει τη δουλειά.
 
Με την απόλυσή, μου έδειξε τα βασικά και μού έδωσε σε παρτιτούρα ένα τραγούδι, το «Ντιρλαντά και τέζα όλοι», να το τυπώσω στην Αθήνα και να του το στείλω σε κασέτα να το ακούσει.
 
Το αποτέλεσμα τον ενθουσίασε και κάπως έτσι συνεχίστηκε η πρακτική διδασκαλία εξ αποστάσεως. 

 
Ο Αρμάος και ο Τζιώνης είχαν μια άτυπη κόντρα, στο μοντέλο των Χατζιδάκι- Θεοδωράκη, γιατί εκπροσωπούσαν δυο τελείως διαφορετικές σχολές.
 
Ο πρώτος στα μάγκικα και ο δεύτερος στις καντάδες και τα βαλς.
 
Μπορούμε σήμερα να μιλάμε για δυο ξεχωριστές σχολές, την Αθηναϊκή και τη σχολή της Θεσσαλονίκης.
 
Ήταν δύο πολύ διαφορετικοί άνθρωποι, καλοί όμως και οι δύο. Για να σου δώσω να καταλάβεις, ο Τζιώνης στις Σέρρες είχε ένα παραδοσιακό καφενείο για να ζει και να γεμίζει την καθημερινότητά του.
 
Ήταν ένας γραφικός παππούς της επαρχίας. Ο δε Αρμάος κάθε Πέμπτη πήγαινε στα πολυκαταστήματα και ψώνιζε ό,τι πιο σύγχρονο υπήρχε. Να σκεφτείς, κάθε φορά που τελειώναμε από το εργαστήριο, πηγαίναμε για φαγητό στα Goody’s…
 
Νίκος Κανελλόπουλος 
(λατερνατζής στο κέντρο της Αθήνας)
 
 
 
Η λατέρνα για μένα είναι πρώτα συναίσθημα και μετά δουλειά.
 
Την συγκεκριμένη που βλέπεις την αγόρασε ο πατέρας μου από έναν φίλο του και αφού τη δούλεψε για ένα διάστημα, το 1996 την πήρα εγώ.
 
Μια φορά το μήνα την επισκέπτεται ο τεχνίτης, την κουρδίζει και τσεκάρει τις χορδές.
 
Κάθε 6-7 χρόνια χρειάζεται αλλαγή ο κύλινδρος γιατί φαγώνονται τα καρφιά. Η λατέρνα έχει εννιά τραγούδια.
 
Τα δικά μου είναι τα εξής: Τα παλιομισοφόρια, Φαληριώτιώτισσα, Χατζηκυριάκειο, Παιδιά του Πειραιά, Αγιοθεοδωρήτισσα, Τρελή αγάπη, Κύματα του Δουνάβεως, Γαρύφαλλο στ’ αυτί και το Γιλεκάκι που φορείς.
 
Η βόλτα μου ξεκινά από την πλατεία Κλαθμώνος, ανεβαίνω την Αιόλου μέχρι την Πλατεία Κοτζιά, έπειτα βγαίνω στην Ερμού μέχρι το Σύνταγμα.
 
Κάποιες φορές δίνω το παρόν σε κάποιες εκδηλώσεις, κυρίως με ξένο κοινό.
 
Όσον αφορά το μεροκάματο, παρόλο που είμαστε πολύ λίγοι, τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα· μεροδούλι- μεροφάι.
 
Σήμερα ο κόσμος δεν ενδιαφέρεται για τη λατέρνα.
 
Δεν υπάρχουν νέοι που να θέλουν να μάθουν κι έτσι το όργανο κοντεύει να χαθεί.
 
Τα περισσότερα παιδιά, κυρίως που έρχονται από επαρχία, κοιτούν παράξενα, κάποια κοροϊδεύουν.
 
Εκείνο που δεν τραβάει τον κόσμο στη λατέρνα είναι κυρίως το οικονομικό.
 
Μια λατέρνα σήμερα κοστίζει περίπου 10.000 ευρώ ενώ για να τα βγάλεις από τη δουλειά θα χρειαστείς χρόνια.
 
Προτιμούν να πάρουν αμάξι.
 
Από την άλλη δεν είναι και εύκολο να περιπλανιέσαι με ένα τόσο βαρύ αντικείμενο.
 
Η δικιά  μου ζυγίζει περίπου 100 κιλά.
 
Εκείνο που με στεναχωρεί είναι ότι η πολιτεία δεν βοηθά καθόλου το επάγγελμα του λατερνατζή.
 
Η δικαιολογία όταν βρέθηκαν απέναντί μας κάποια στιγμή, ήταν απλά «ότι δεν προβλέπεται κάτι».
 
Εύχομαι να αλλάξουν τα πράγματα, αν και μετά από εμάς δύσκολο να συνεχίσουν να υπάρχουν λατερνατζήδες. 

Η 1η, 2η, 6η, φωτογραφία είναι από όργανα κατασκευής του Πάνου Ιωαννίδη. 

 
www.laterna.info
Το εργαστήριό του:
www.handmadepiano.eu
 

 

Πηγή

Προβολές : 581


Μοίρασέ το:



Ετικέτες: ,

ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ


Ορισμένα αναρτώμενα από το διαδίκτυο κείμενα ή εικόνες, θεωρούμε ότι είναι δημόσια. Αν υπάρχουν δικαιώματα συγγραφέων, παρακαλούμε ενημερώστε μας, για να τα αφαιρέσουμε. Επίσης, σημειώνεται ότι οι απόψεις του ιστολογίου, μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου. Για τα άρθρα που δημοσιεύονται εδώ, ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρουμε, καθώς απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των συντακτών τους και δεν δεσμεύουν καθ’ οιοδνήποτε τρόπο, το ιστολόγιο. Ο διαχειριστής του ιστολογίου, δεν ευθύνεται για τα σχόλια και τους δεσμούς που περιλαμβάνει. Τονίζουμε ότι υφίσταται μετριασμός των σχολίων και παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, να έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
  • Κάθε γνώμη είναι σεβαστή, αρκεί να αποφεύγονται ύβρεις, ειρωνείες, ασυνάρτητος λόγος και προσβλητικοί χαρακτηρισμοί, πολύ περισσότερο σε προσωπικό επίπεδο, εναντίον των συνομιλητών ή και των συγγραφέων, με υποτιμητικές προσφωνήσεις, ύβρεις, υπονοούμενα, απειλές ή χυδαιολογίες.>
  • Μην δημοσιεύετε άσχετα με το θέμα σχόλια.
  • Ο κάθε σχολιαστής, οφείλει να διατηρεί ένα μόνον όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
  • Με βάση τα παραπάνω, η διαχείριση, διατηρεί το δικαίωμα μη δημοσίευσης σχολίων, χωρίς καμία άλλη προειδοποίηση.
  • Επιπλέον σας τονίζουμε, ότι το ιστολόγιο, λειτουργεί σε εθελοντική βάση και ως εκ τούτου, τα σχόλια θα αναρτώνται μόλις αυτό καταστεί δυνατόν.

Διαβάστε ακόμα