Οἱ ἐξετάσεις, ποὺ τὰ παιδιὰ τὶς ἐπερίμεναν μὲ λαχτάρα, ἔγιναν,. Καὶ ὅσοι ἧσαν καλοὶ μαθηταὶ ἐπροβιβάσθηκαν.
– Κοίτα, μητέρα! Ἄριστα. Σὲ ὅλα τὰμαθήματα ἄριστα! λέγει ἡ Θάλεια.
Ὁ Λεωνίδας ἔτρεξε στὸ παντοπωλεῖο τους. Ἐκείνη τὴν ὥρα ὁ πατέρας του εἶχεμιὰ κοπιαστικὴ δουλειά. Ἐσυγύριζε μὲ τὸν ὑπάλληλό του τὴν ἀποθήκη. Ἦτο πολὺκουρασμένος. Μὰ σὰν τοῦ ἔδειξεν ὁ Λεωνίδαςτὸ ἐνδεικτικό, ἐξεκουράσθηκε.
-Ἄντε, παιδάκι μου! Βάλε τὰ δυνατά σου νὰ τελειώσῃς τὸ σχολεῖο, γιὰ νὰ μὲ βοηθήσῃς. Θὰ εἶσαι ἐδῶ τὸ δεξί μου χέρι, εἶπεν ὁ καημένος ὁ πατέρας, κοιτάζοντας τὸν γυιό του μὲ χαρά.
– Καὶ τώρα, πατέρα, θὰ ἔρχωμαι νὰ σὲ βοηθῶ, ποὺ δὲν θὰ ἔχωμε σχολεῖο, λέγει τὸ φρόνιμο παιδί. Θὰ ἔρχωμαι κάθε ἡμέρα.
Καὶ τὰ ἄλλα παιδάκια τὸ ἴδιο ἔκαμαν. Ἐπῆγαν καὶ ἔδειξαν τὰ ἐνδεικτικὰ στοὔς δικούς τους.
Ὁ Θύμιος τὸ ἔφερε στὴ γιαγιά. Ἡ καλὴ γιαγιὰ ἔβαλε τὰ ματογυάλια της καὶ τὸ ἐκοίταξε καλὰ – καλά. Ἐπρόσεξε καὶ τοὺς βαθμούς, μὰ πιὸ πολὺ ἐπρόσεξε κάτι ἄλλο.
Ἐπρόσεξε καὶ τὴν διαγωγή, ποὺ εἶχε σ’ αὐτὸ ὄ ἔγγονός της. Ὡς καὶ τὰ μάτια της ἐγέλασαν, ὅταν εἶδε, πὼς ὁ Θύμιος εἶχε διαγωγὴ κοσμιωτάτη.
Δὲν ἧταν σὰν τὸν Βρασίδα, ὁ Θύμιος. Ἐκεῖνος ἧταν ἕνα γειτονόπουλο, ἔξυπνο στὰ γράμματα,μὰ τί τὰ θέλετε! Στὰ φερσίματά του ἦταν τὸ χειρότερο παιδὶ τῆς γειτονιᾶς.
Τὸν ἔβλεπες ὁλοένα μὲ τὶς πέτρες στὸ χέρι. Ἐσκαρφάλωνε στοὺς φράκτες, ἐκτυποῦσε τὰ σκυλιά, ἔκανε ἕνα σωρὸ ἀταξίες. Τώρα ποὺ θὰ εἶχαν διακοπές,ἀλλοίμονο τί θὰ ἐτραβοῦσεν ἡ γειτονιὰ ἀπὸ τὸν Βρασίδα.
Τὸ παιδὶ αὐτὸ εἶχε στὸ νοῦ της ἡ γιαγὰ καὶ γι’ αὐτὸ ἐκοίταξε τὸ ἐνδεικτικὸ τοῦ ἐγγονοῦ της τί διαγωγὴ εἶχε.
Ὁ καημένος ὁ Θύμιος ἐκάθησε μερικὲς ἡμέρες καὶ ξεκουράσθηκε κι ἔπειτα κάθε ἡμέρα ἐπήγαινε στὸ παντοπωλεῖο. Ἐκεῖ κοντὰ στὸν πατερούλη του πόσα πράγματα δὲν ἐμάθαινε!
Ἔμαθε τὰ δράμια: Ποιὰ ἦταν ἡ ὀκά, ἡ μισὴ ὀκά, τὸ ἑκατοστάρι, τὸ πενηντάρι. Ἔμαθε νὰ κολλᾷ χαρτοσακκοῦλες. Ἔμαθε, τὶς τιμὲς τῆς ζαχάρεως, τοῦ ρυζιοῦ, τοῦ λαδιοῦ, τοῦ τυριοῦ καὶ ἄλλων πραγμάτων.
Σὰν τὸ Θύμιο καὶ ἄλλοι μαθηταὶ ἐπήγαιναν καὶ ἐβοηθοῦσαν τοὺς γονεῖς τους.
Ἄλλοι πάλι ἐπῆγαν σὲ διάφορες ἐξοχές. Ἄλλοι στὴ μαθητικὴ κατασκήνωσι.
Ἦσαν ὅμως καὶ μερικοί, σὰν τὸν Βρασίδα, ποὺ ἐγύριζαν ἐδῶ κιἐκεῖ στοὺς δρόμους.
Ἀναγνωστικόν, 1963, Β’ Δημοτικοῦ
Βασίλ. Γ. Οικονομίδου
Μιας και ειδα στην αναρτηση κ.Καλλιοπη,ενδεικτικα απο διαφορετικες εποχες-ειδικα τα παλαιοτερα απο το `11,`30 κλπ ειναι θα ελεγα συλλεκτικα-θυμηθηκα το αποφθεγμα της εποχης του `70,τοτε που πηγαινα δημοτικο.Μας ελεγε λοιπον ο δασκαλος…”το 9 ειναι του δασκαλου,το 10 του Θεου”!! Τοτε για να παρεις 8 η 9 επρεπε να ησουν αψογος σε ολα.
Άλλα χρόνια εκείνα Δημήτρη… ο δάσκαλος είχε άλλη αξία… κι οι μαθητές σέβας… και οι βαθμοί, δύσκολοι…
Τι ωραία ΧΡΌΝΙΑ.
ΓΈΛΙΑ,ΧΑΡΈΣ…..
ΤΏΡΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΆ ΥΠΟΦΈΡΟΥΝ.
ΠΟΙΟΙ ΦΤΑΊΝΕ??????
ΟΙ ΓΟΝΕΊΣ……
ΚΥΡΙΑΡΧΕΊ Ο ΦΌΒΟΣ ΚΑΙ ΌΧΙ ΛΟΓΙΚΉ.
Και να ‘ταν μόνον ο φόβος που κυριαρχεί… είναι πολλά ΑΓΓΕΛΙΚΗ μου που κυριαρχούν εδώ και πενήντα χρόνια… έχουν παγώσει οι ψυχές… και έχουν αλλοιωθεί οι ΑΞΊΕΣ…