Το ορθόδοξο πνεύμα των Χριστουγέννων και ελληνική λαϊκή παράδοση

Το ορθόδοξο πνεύμα των Χριστουγέννων και ελληνική λαϊκή παράδοση

24 Δεκεμβρίου, 2021 4 Από Καλλιόπη Σουφλή
Προβολές:209
Μοίρασέ το

 

Τα Χριστούγεννα, εκτός από το θρησκευτικό τους περιεχόμενο, αποτελούν και στην Ελλάδα μια από τις μεγαλύτερες κοινωνικές γιορτές του χρόνου: Η οικογένεια μαζεύεται σπίτι, η γιορτή γίνεται γιορτή της αγάπης. Και το άστρο της Βηθλεέμ αποκτά, πέρα από το θρησκευτικό του περιεχόμενο, έναν πλατύτατο συμβολισμό.

Είναι το άστρο πού συμβολίζει την αγάπη, την υπόσχεση της κατίσχυσης τού καλού πάνω σε όλον τον κόσμο.

Τον πόθο και το δικαίωμα όλων των ανθρώπων να ζήσουν με αγάπη και ειρήνη.

 

 

 

Χάσαμε την ίδια μας την ψυχή, ξεχνώντας την ίδια μας την Παράδοση… την Πίστη μας… την ίδια την ψυχή μας…

 

Καλλιόπη Σουφλή

 

Τούτες τις μέρες, από την αρχή σχεδόν του Δεκεμβρίου μέχρι και τα Θεοφάνεια, όλοι μιλούν για «το πνεύμα των Χριστουγέννων».

Στολίδια, λαμπιόνια, ετοιμασίες, δώρα, αγορές, χαρά και προσμονή σε πρόσωπα μικρών και μεγάλων, στοιχειοθετούν αυτό το σκηνικό.

Ένα πανηγύρι φωτός, χρωμάτων, μυρωδιών και διαφορετικής απ’ ότι τον υπόλοιπο χρόνο διάθεσης, έρχεται να αλλάξει για λίγες μέρες την ζωή μας, αλλά και την όψη των σπιτιών, των δρόμων και των πόλεων.

Το πνεύμα των Χριστουγέννων δεν είναι για τους πολλούς παρά ένα πνεύμα καταναλωτικό, μια συγκυρία κοινωνικών συναναστροφών και καταναλωτικής μανίας.

Μια εικόνα και μια πρακτική που, δυστυχώς, μας έχει έρθει και αυτή από έξω, από τις δυτικές κοινωνίες, που δεν έχουν κάτι βαθύτερο μέσα τους, που έχουν ξεχάσει τον Θεό, που έχουν λησμονήσει ότι, τα Χριστούγεννα, γιορτάζουμε την Γέννηση του Θεανθρώπου και κατά συνέπεια δεν μπορούν να κατανοήσουν τη σημασία αυτού του γεγονότος στην ίδια τους τη ζωή.

Αυτές τις μέρες που με την συμμετοχή μας στα εκκλησιαστικά δρώμενα θα έπρεπε να βιώνουμε το μυστήριο της ενσαρκώσεως του Λόγου του Θού, δεν είναι λίγοι οι συνάνθρωποί μας, που παρασυρμένοι από τον λεγόμενο εκσυγχρονισμό,αποφασίζουν να περάσουν τα Χριστούγεννα κάνοντας ένα ταξίδι στο εξωτερικό, στην καρδιά της Ευρώπης, γιατί εκεί έχουν ένα χρώμα πιο λαμπερό, πιο φαντασμαγορικό, αλλιώτικο από τα δικά μας δεδομένα.

Κι έτσι ακριβώς είναι. Γιατί όσο κανείς ξεχνά το νόημα και το περιεχόμενο κάποιου πράγματος, τόσο μεγαλύτερη σημασία δίνει σε ό,τι το περιβάλλει, στα εξωτερικά του γνωρίσματα, στη λάμψη δηλαδή του περιτυλίγματος και της εντύπωσης που αυτό προκαλεί.

Στην Ευρώπη, δυστυχώς, τα Χριστούγεννα γιορτάζονται χωρίς Θεό.

Ελάχιστοι μιλούν ή θυμούνται αυτήν την παράμετρο, αυτήν την πραγματικότητα.

Για τους Ευρωπαίους ρωμαιοκαθολικούς δεν υπάρχει άλλος δρόμος, από την λάμψη των εξωτερικών γνωρισμάτων, από την δημιουργία ενός τεχνητού κλίματος ευδαιμονίας και χαράς, το οποίο, ελλείποντος του βάθους, προσπαθούν να επεκτείνουν χρονικά με γιορτές και εκδηλώσεις από τα μέσα ακόμη του Νοέμβρη με τον εντυπωσιακό στολισμό πόλεων,καταστημάτων και οικιών.

Είναι όμορφη η ατμόσφαιρα, χαρούμενη, πολύχρωμη, μα δεν είναι τίποτα άλλο από ένα καταναλωτικό φαινόμενο, μια επίπλαστη χαρά, η οποία συνοδεύεται από τα ρεβεγιόν της νύχτας των Χριστουγέννων, όπου όλοι πρέπει να είναι ντυμένοι στα καλά τους, να φορούν το πιο πλατύ τους χαμόγελο και να ανταλλάσσουν τυποποιημένες ευχές τόσο μηχανικά, ώστε η υπέρμετρη επανάληψή τους να φτάνειστο σημείο να στερείται παντελώς πνευματικού χριστιανικού νοήματος και ουσίας.

Για το καταναλωτικό πνεύμα η χριστουγεννιάτικη γιορτή κορυφώνεται με τα πλούσια και συχνά εξεζητημένα φαγητά, με το πολύ και καλό κρασί και την διασκέδαση μέχρι πρωίας.

Στην Ευρώπη ακόμα και η συνήθεια των δώρων, από χειρονομία αγάπης έχει γίνει σχέση δοσοληψίας, αναγκαίο κακό, ένα ακόμα έξοδο για τον οικογενειακό προϋπολογισμό.

Δεν είναι λίγοι εκείνοι, που για να βγουν από αυτήν την υποχρέωση απλά προσφέρουν ένα φάκελο με κάποιο χρηματικό ποσό, νομίζοντας πως με τον τρόπο αυτό αγοράζουν την εύνοια των άλλων ή ότι τους προσφέρουν ευτυχία.

Είναι αλήθεια, όμως, ότι τα χρήματα ή η καταναλωτική μανία, που σιγά-σιγά κατακυριεύει και την ελληνική κοινωνία, στο τέλος δεν γεμίζει τις καρδιές κανενός, ξεθυμαίνει αμέσως και τελικά κουράζει τους ανθρώπους.

Είναι αλήθεια ότι εκεί που απουσιάζει το βαθύτερο νόημα της γιορτής, τα πάντα μετατρέπονται σε αριθμούς, σε χρήματα, σε έξοδα και η ζωή συνεχίζεται, χωρίς να χάσει τους καθημερινούς της ρυθμούς.

Πώς μπορεί το πνεύμα των Χριστουγέννων να είναι άλλο από το πνεύμα της Γέννησης του Χριστού;

Πώς μπορεί να απουσιάζει ο εορτάζων από την γιορτή Του;

Πώς είναι δυνατόν το κοσμικό ρεβεγιόν να αντικαθιστά την Χριστουγεννιάτικη Λειτουργία;

Πώς μπορούμε να μιλάμε για αγάπη και να ευχόμαστε ειρήνη κι ευτυχία, χωρίς Αυτόν που έχει την δύναμη να τα προσφέρει;

Χωρίς Αυτόν που ήρθε ανάμεσά μας κι έγινε άνθρωπος μόνο και μόνο για να μας προσφέρει αυτά τα αγαθά, πού τόσο ποθεί η καρδιά όλων, και να μας διδάξει τον τρόπο για να τα αποκτήσουμε;

Αυτόν που με την ζωή Του και την διδασκαλία Του, με το Ευαγγέλιό Του, μάς έδειξε ότι η ευτυχία και η αγάπη δεν βρίσκονται στα χρήματα, ούτε στην ευδαιμονία, ούτε στις καθώς πρέπει κοινωνικές συναναστροφές, ούτε στην δύναμη, ούτε στην εξουσία, ούτε στην περιχαράκωση της ζωής μας πίσω από τους τύπους και τους κοινωνικούς συμβιβασμούς.

Ο Χριστός με την Γέννησή Του, με την επί της γης παρουσία Του και με την ζωή Του μάς έδειξε πως, αν θέλουμε να εισέλθουμε στη Βασιλεία Του, θα πρέπει να ακολουθήσουμε το παράδειγμα των παιδιών που από την ψυχή τους απουσιάζει το άγχος της καθημερινότητας, η αγωνία για κοινωνική καταξίωση, το κυνήγι του χρήματος και η υποκρισία στην διαπροσωπική επικοινωνία. Μας παρότρυνε να γίνουμε ειλικρινείς άνθρωποι της αγάπης, ειρηνοποιοί με πραγματική αξία.

Αν αναζητούμε, λοιπόν, να βρούμε κάποιο νόημα τούτες της ημέρες, που θα μας συνοδεύει για όλο το χρόνο και για όλη μας τη ζωή, δεν έχουμε παρά να μιμηθούμε τους βοσκούς και τους Μάγους, που ταπεινά Τον προσκύνησαν στο σπήλαιο της Βηθλεέμ, δεν έχουμε παρά να βρούμε την χαμένη μας αθωότητα, αυτήν που βρίσκεται στα καθαρά μάτια των παιδιών.

Σ’ αυτον τον εκδυτικισμό της εορτής των Χριστουγέννων, ο ελληνικός λαός στα παλιά χρόνια, αντέτασσε τα πατροπαράδοτα ήθη κι έθιμά του, την παράδοσή του.

Οι ελληνικές συνήθειες για τη γιορτή των Χριστουγέννων διατηρούνται ακόμα πολύ ζωντανές στα χωριά: μια από αυτές ήταν τα Χριστουγεννιάτικα κάλαντα.

Τα παιδιά, σχηματίζοντας μικρές ομάδες γυρνούσαν τα σπίτια του χωριού, αλλά και των επαρχιακών πόλεων και τραγουδούσαν θρησκευτικά τραγούδια για τη γέννηση του Χριστού, μαζί με ευχές για τούς νοικοκυραίους του σπιτιού, από τούς οποίους έπαιρναν δώρα ή χρήματα ή γλυκά ή άλλα φαγώσιμα.

 

Χριστός γεννάται σήμερον, εν Βηθλεέμ τη πόλει.
Οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρει ή πλάσις όλη.

Ήταν και είναι ενα από τα πιο διαδεδομένα κάλαντα.

Εννοείται ότι, επειδή ή γλώσσα των καλάντων ήταν πολύ …διαγραμμάτου, τα παιδιά έκαναν μεγάλα λάθη και παραμόρφωναν, συχνά, τα λόγια τους.

Υπήρχαν, όμως, και κάλλαντα κατά τόπους με πολύ απλούστερα λόγια, πού τα παιδιά τα ήξεραν νεράκι και τα τραγουδούσαν πολύ ωραία από πόρτα σε πόρτα.

Προκειμένου για τα μουσικά όργανα πού χρησιμοποιούσαν, ήταν δυο ή τρία κουδούνια, απ’ αυτά πού έβαζαν οι τσοπανηδεςστο λαιμό των ζώων. Αυτά τα κουδούνια τα κρεμούσαν σε μια σανίδα που στέκονταν πάνω σε ένα μπαστούνι.

Κουνώντας ρυθμικά το μπαστούνι, μπορούσαν να κρατούν με τα κουδούνια τον ρυθμό των καλάντων.

Το ίδιο γινότανε και σε όλα τα άλλα κάλλαντα: της Πρωτοχρονιάς, των Φώτων, του Λαζάρου, των Βαΐων και του Πάσχα.

Στις πόλεις οι μικρές ομάδες των καλαντιστών δεν είχαν κουδούνια.

Είχανε το περίφημο τρίγωνο με το οποίο κρατούσαν τον ίσο του τραγουδιού.

Σε μερικές πόλεις -και κυριότατα στην Αθήνα- οι τραγουδιστάδες φτιάχνανε από καρτόνι, μια μικρή ή μεγαλύτερη φάτνη πού δυο της παρέας την κουβαλούσαν στην πλάτη τους.

Μέσα η φάτνη φωτιζότανε από μικρά φώτα, πού φαίνονταν πολύχρωμα μέσα από τα χρωματιστά χαρτιά τους.

Όπως όλες οι θρησκευτικές δοξασίες, οι συνήθειες, τα έθιμα των λαών, συνδέονται με την πρακτική, την κοινωνική τους ζωή, τον τρόπο της ζωής τους, έτσι και του ελληνικού λαού τα Χριστουγεννιάτικα έθιμα συνδέονται με τον τρόπο της κοινωνικής του ζωής.

Για τούς θαλασσινούς Έλληνες, ήταν συνήθεια να προσπαθήσουν με κάθε τρόπο, να κανονίσουν τα ταξίδια τους έτσι, πού στις παραμονές των Χριστουγέννων, να βρίσκονται στα σπίτια τους. Εκεί θα μένανε ως τα Φώτα, να “αγιαστούν τα νερά” και μόνο τότε, όσοι ήταν πάλι για ταξίδι, θα ξεκινούσαν, με τις σκούνες τους, τα μπρίκια τους και τα άλλα ιστιοφόρα.

Το «ψωμί του Χριστού» η νοικοκυρά το έφτιαχνε, την παραμονή των Χριστουγέννων, με ιδιαίτερη ευλάβεια και με ειδική μαγιά (από ξερό βασιλικό κ.λ.π.).

Απαραίτητος επάνω, χαραγμένος ο σταυρός. Γύρω – γύρω διάφορα διακοσμητικά σκαλιστά στο ζυμάρι ή πρόσθετα στολίδια. Αυτά τόνιζαν το σκοπό του χριστόψωμου και εξέφραζαν τις διάφορες πεποιθήσεις των πιστών.

Στην αγροτική Ελλάδα μια από τις ωραιότερες και τις πιο συμπαθητικές εκδηλώσεις των ημερών αυτών, ήταν στα χωριά η Χριστοκουλούρα για τα ζώα της οικογένειας:

Μαζεμένη ή οικογένεια το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων στο σπίτι, δεν ξεχνούσε τα ζώα της.

Η νοικοκυρά δεν είχε ξεχάσει να φτιάσει και για τα ζώα μια μεγάλη κουλούρα, πού κατέβαινε και την κρεμούσε στα κέρατα τού βοδιού.

Στη Μακεδονία και τη Θράκη, μαζί της κατέβαινε και ο νοικοκύρης του σπιτιού και θυμιάτιζε τα ζώα για να είναι ευλογημένα.

Κατά τα άλλα ή οικογένεια έμενε στο σπίτι. Τα καρύδια, το μέλι, τα σύκα, μαζί με την χριστοκουλούρα ήταν οι ξεχωριστές λιχουδιές της παραμονής το βράδυ.

Στις πόλεις το γλύκισμα των Χριστουγέννων ήταν οι κουραμπιέδες, τα φοινίκια και τα μελομακάρονα.

Για τα φαγητά των Χριστουγέννων;

Η ψητή, παραγεμιστή, γαλοπούλα -συνήθεια ξένη- έμεινε για πολλά χρόνια περιορισμένη σ’ ένα πολύ στενό κύκλο πλουσίων.

Τώρα είναι πλατιά διαδεδομένη ως ελληνικό χριστουγεννιάτικο φαγητό, αντικαθιστώντας το χοιρινό κρέας.

Η γουρουνοχαρά ή τα χοιροσφάγια γίνονταν αυτές τις μέρες και ήταν ένα  έθιμο ιδιαίτερα δημοφιλές, που είχε τις ρίζες του στην αρχαία Ελλάδα.

Κάθε οικογένεια συγκεντρωνόταν με τις συγγενικές της και έσφαζαν κάθε μέρα και από έναν χοίρο.

Η προετοιμασία απαιτούσε ιδιαίτερη φροντίδα και φυσικά γλέντι ως το ξημέρωμα!

Αυτό γινότανόλο το δωδεκαήμερο.

Για τη σφαγή ακολουθούνταν ιδιαίτερη εθιμοτυπία.

Το σφάξιμο, για παράδειγμα, γινόταν με ειδικό μαυρομάνικο μαχαίρι και θύτης ήταν ο αρχηγός της οικογένειας. Με το αίμα του ζώου σχημάτιζαν σταυρό στο μέτωπο των μικρών παιδιών, για να διώχνει τον πονοκέφαλο.

Το ρύγχος του χοίρου καρφωνόταν στον τοίχο ή πάνω από την πόρτα για να διώχνει τους καλικαντζάρους, ενώ από τη σπλήνα και το συκώτι του μάντευαν το μέλλον της οικογένειας.

Χαρακτήρα αλληλεγγύης είχε, τέλος, η συνήθεια να στέλνουν «τα σκουτελικά για ψυχικό» δηλαδή καλάθια με δώρα, κυρίως φαγώσιμα στα φτωχότερα μέλη της κοινότητας.

Εκτός από τούς αγρότες, πού σφάζανε το δικό τους γουρούνι, όλος ό πληθυσμός των πόλεων έτρωγε ντολμάδες -αλλού γιαπράκια- από χοιρινό κιμά και άλλα φαγητά με βάση το χοιρινό κρέας.

Μιλάμε φυσικά για κείνους πού μπορούσαν να έχουν αυτά ή έστω και αυτά.

Γιατί στη δική μας τη λογοτεχνία υπάρχει μια ολόκληρη “χριστουγεννιάτικη πεζογραφία”, πού κύριο θέμα της είναι η δυστυχία, η πικρή, ξεχωριστή συναίσθηση της δυστυχίας στις μέρες των εορτών.

Ό Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, o μεγάλος και βαθύς κλασσικός της ελληνικής πεζογραφίας, μάς έδωσε κυριολεκτικά αθάνατες εικόνες των παιδιών πού περιμένουν τα Χριστούγεννα με γυμνά τα ποδαράκια τους, με πληγωμένη την μικρή τους καρδιά, των φτωχών γυναικών, πού μάταια περιμένουν, ως αργά το βράδυ της παραμονής, το “νοικοκύρη” τού σπιτιού να γυρίσει με τα “ψώνια”, των φτωχών και των καταφρονεμένων, που η μεγάλη θρησκευτική και κοινωνική γιορτή, ανοίγει και ματώνει την πληγή του απόκληρου.

Μαζί με τον Παπαδιαμάντη, και ύστερα από τον Παπαδιαμάντη, πάρα πολλοί από τούς παλιότερους συγγραφείς δώσανετέτοιες εικόνες και δημιούργησαν μια ολόκληρη φιλολογία χριστουγεννιάτικου διηγήματος. Τώρα πια, το είδος αυτό δεν καλλιεργείται!

Την ιστορία με τους καλικάντζαρους πιθανότατα την ξέρετε: Τα τερατόμορφα πλασματάκια που ζουν κάτω από την Γη και πριονίζουν τον κορμό που την κρατάει στην θέση της όλο τον χρόνο.

Τις ημέρες των Χριστουγέννων, όμως, κάνουν ένα διάλειμμα, αφήνουν κάτω τα πριόνια και φεύγουν εκδρομή στον πάνω κόσμο για να εκνευρίσουν τους κατοίκους του με τα πειράγματά τους.

Κατά τη διάρκεια της απουσίας τους, το δέντρο που κρατά τη Γη στη θέση της προλαβαίνει να ξαναμεγαλώσει στο αρχικό του μέγεθος, κι όταν οι καλικάντζαροι επιστρέφουν, μετά τα Φώτα, πιάνουν πάλι δουλειά από την αρχή, για άλλον έναν χρόνο.

Το έθιμο, λοιπόν, επιβάλλει η φωτιά στα σπίτια να καίει όλο το δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων, από την Παραμονή έως τις 7 Ιανουαρίου, για να κρατάει μακριά τους άτακτους καλικάντζαρους, οι οποίοι για κάποιον μυστήριο λόγο –ενώ ζουν στα έγκατα της Γης– τη φοβούνται.

Στα Άγραφα «την παραμονή των Χριστουγέννων παντρεύουν τη φωτιά τους.

Βάνουν ξύλο αγριοκερασιάς για στοίχειωμα της νοικοκυράς και κέδρου για στοίχειωμα του νοικοκύρη.

Και τα βάνουν χλωρά στη φωτιά, για να καούν».

 

Στην Κέρκυρα βάζουν και τρίτο ξύλο, που συμβολίζει τον κουμπάρο, ενώ στη Λευκάδα ο νοικοκύρης, αφού τοποθετήσουν στη γωνιά δυο ξύλα, (ένα μεγάλο, ίσιο, αρσενικό, και ένα με παραφυάδες, θηλυκό) χύνουν επάνω σ’ αυτά λίγο λάδι και λίγο κρασί, ψάλλονταςαμέσως το «Ευλογητός ει, Κύριε», ανάβει τα ζευγαρωμένα ξύλα. Έτσι γίνεται το πάντρεμα της γωνιάς.

Στη Θράκη «ο σπιτονοικοκύρης κόβει τρία ξύλα τριών λογιών ίσαμε ένα μέτρο, από δέντρα που κάνουν καρπό, και τα βάζει στο τζάκι αποβραδίς του Χριστού, για να καίγονται λίγο- λίγο, ως την παραμονή των Φώτων».

Στην κεντρική Ελλάδα, παλαιότερα, οι νέες κοπέλες ξεκινούσαν αμίλητες το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων και συγκεντρώνονταν στην πιο κοντινή βρύση του χωριού, για να την αλείψουν με βούτυρο και μέλι προτού να πάρουν νερό.

Το «τάισμα» της βρύσης γινόταν για να τρέχει η ευτυχία στο σπίτι τους σαν το νερό και να είναι η ζωή γλυκιά σαν το μέλι.

Στην συνέχεια, γέμιζαν τις στάμνες τους με το νερό και επέστρεφαν στα σπίτια τους χωρίς να πουν λέξη, εξ’ ου και η παράδοση του «αμίλητου νερού».

Στη χώρα μας η προετοιμασία για το γιορτασμό των Χριστουγέννων συνδέεται αναπόσπαστα με το στολισμό τού Χριστουγεννιάτικου δέντρου, το φωτισμό του και τα δώρα πού θα μπουν από κάτω.

Στα σπίτια όλα, αλλά και στα Ιδρύματα, στις επιχειρήσεις, στα σχολειά, το δέντρο είναι απαραίτητο.

Είναι ένα πολύ παλιό έθιμο, πού ή πραγματική του προέλευση είναι ακόμα αντικείμενο συζητήσεων των ειδικών.

Οι περισσότεροι πιστεύουν πώς είναι ένα έθιμο γερμανικό, πού ξαπλώθηκε υστέρα και στους άλλους λαούς της Ευρώπης.

Την πρώτη του εμφάνιση στον ελλαδικό χώρο την έκανε το 1933.

Το έφεραν ο βασιλιάς Όθωνας και οι Βαυαροί σύνοδοί του.

Ωστόσο από το 1950 και μετά, το δέντρο άρχισε να καθιερώνεται σε όλα τα ελληνικά σπίτια.

Ο χαρακτηρισμός του, όμως, ως γερμανικού εθίμου είναι αρκετά αυθαίρετος, καθώς υπάρχουν γραπτές μαρτυρίες, οι οποίες δείχνουν πως η ύπαρξη του δέντρου, ως εορταστικού συμβόλου, χάνεται στα βάθη των αιώνων.

Στην Ελλάδα το έθιμο άρχισε από μια περιορισμένη τάξη Ελλήνων πού μιμήθηκαν τους ευρωπαίους κι εξαπλώθηκε παντού.

Παλιότερα, σε αντίθεση με την εποχή μας, μονάχα τα σχολεία, μερικοί σύλλογοι και κάποια ιδρύματα έφτιαχναν χριστουγεννιάτικο δέντρο.

Η πρωτοχρονιάτικη βασιλόπιτα και δεν εννοούμε απαραίτητα το κέικ με το φλουρί που έχουμε συνηθίσει να κόβουμε με την αλλαγή του χρόνου σε σπίτια και γραφεία είναι, βέβαια, και αυτή Βασιλόπιτα, αλλά «η βασιλόπιτα του αστικού περιβάλλοντος», σύμφωνα με τον διαχωρισμό του Κέντρου Ελληνικής Λαογραφίας.

Η βασιλόπιτα στη Θεσσαλία, τη Μακεδονία και σε άλλα μέρη της Βορείου Ελλάδας είναι τυρόπιττα ή κρεατόπιτα, ενώ για τους πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία είναι γλύκισμα ή γλυκό ψωμί ζυμωμένο με διάφορα μυρωδικά.

Οι Σαρακατσάνοι έφτιαχναν την πίτα το πρωί της παραμονής ανακατώνοντας μέσα στο ζυμάρι γάλα, βούτυρο και μέλι ή ζάχαρη και την έτρωγαν ανήμερα του Αγίου Βασιλείου για να πάει καλά η χρονιά.

Στη Θεσσαλία έφτιαχναν μια πίτα με φύλλα. Έβαζαν μέσα ένα κέρμα, κλήμα, τριφύλλι, καλαμπόκι, σιτάρι, φασόλι και άχυρο σύμβολα της κύριας ασχολίας των μελών της οικογένειας. Π.χ. ο αμπελουργός έβαζε μικρό κομμάτι από κλίμα, ο γεωργός σιτάρι ή άχυρο κ.λπ. Το μεσημέρι ύστερα από το φαγητό ο πατέρας ή ο μεγαλύτερος της οικογένειας έκοβε την πίτα με τελετουργικό τρόπο.

Μερίδιο είχαν όλα τα μέλη, κατά σειράν ηλικίας, καθώς και οι ξενιτεμένοι, οι φιλοξενούμενοι, το σπίτι. Σε πολλές περιοχές έκοβαν πρώτο το κομμάτι του Χριστού, δεύτερο της Παναγίας τρίτο του Άη Βασίλη και ακολουθούσαν τα μέλη της οικογένειας.

Ο πατέρας γύριζε την πίτα πάνω στο τραπέζι, ώστε το τυχερό του καθενός να έρθει μπροστά του.

Όταν έπαιρνε το κομμάτι του το παιδί φιλούσε το χέρι του γονέα.

Το κέρμα έφερνε λεφτά, το κλήμα κρασιά, το τριφύλλι πρόβατα κ.ο.κ.

Επίσης πίστευαν ότι, ανάλογα με το είδος του φυτού που έβρισκε το κάθε μέλος της οικογένειας, θα έπρεπε να μεριμνά ιδιαίτερα για τη συγκεκριμένη καλλιέργεια κατά την διάρκεια της νέας χρονιάς.

Στα Επτάνησα οι νέοι κατέβαιναν στους δρόμους την παραμονή της Πρωτοχρονιάς και ράντιζαν ο ένας τον άλλον με κολόνια και εύχονται «καλή αποκοπή», να αποχωριστούν δηλαδή με το καλό τον παλιό χρόνο.

Οι στίχοι της Πρωτοχρονιάτικης καντάδας, την οποία έπαιζαν οι φιλαρμονικές στους δρόμους των νησιών λένε: “Πάλιν ακούσατε άρχοντες πάλι να σας ειπούμε/ ότι και αύριον εστί ανάγκη να χαρούμε/ και να πανηγυρίζουμε Περιτομήν Κυρίου/ την εορτή του Μάκαρος Μεγάλου Βασιλείου”.

Τα χρόνια περνούν, οι συνήθειες μένουν.

Τα Χριστούγεννα, εκτός από το θρησκευτικό τους περιεχόμενο, αποτελούν και στην Ελλάδα μια από τις μεγαλύτερες κοινωνικές γιορτές του χρόνου: Η οικογένεια μαζεύεται σπίτι, η γιορτή γίνεται γιορτή της αγάπης. Και το άστρο της Βηθλεέμ αποκτά, πέρα από το θρησκευτικό του περιεχόμενο, έναν πλατύτατο συμβολισμό.

Είναι το άστρο πού συμβολίζει την αγάπη, την υπόσχεση της κατίσχυσης τού καλού πάνω σε όλον τον κόσμο. Τον πόθο και το δικαίωμα όλων των ανθρώπων να ζήσουν με αγάπη και ειρήνη.

 

Πηγή

Προβολές : 209


Μοίρασέ το:



Ετικέτες: ,

ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ


Ορισμένα αναρτώμενα από το διαδίκτυο κείμενα ή εικόνες, θεωρούμε ότι είναι δημόσια. Αν υπάρχουν δικαιώματα συγγραφέων, παρακαλούμε ενημερώστε μας, για να τα αφαιρέσουμε. Επίσης, σημειώνεται ότι οι απόψεις του ιστολογίου, μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου. Για τα άρθρα που δημοσιεύονται εδώ, ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρουμε, καθώς απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των συντακτών τους και δεν δεσμεύουν καθ’ οιοδνήποτε τρόπο, το ιστολόγιο. Ο διαχειριστής του ιστολογίου, δεν ευθύνεται για τα σχόλια και τους δεσμούς που περιλαμβάνει. Τονίζουμε ότι υφίσταται μετριασμός των σχολίων και παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, να έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
  • Κάθε γνώμη είναι σεβαστή, αρκεί να αποφεύγονται ύβρεις, ειρωνείες, ασυνάρτητος λόγος και προσβλητικοί χαρακτηρισμοί, πολύ περισσότερο σε προσωπικό επίπεδο, εναντίον των συνομιλητών ή και των συγγραφέων, με υποτιμητικές προσφωνήσεις, ύβρεις, υπονοούμενα, απειλές ή χυδαιολογίες.>
  • Μην δημοσιεύετε άσχετα με το θέμα σχόλια.
  • Ο κάθε σχολιαστής, οφείλει να διατηρεί ένα μόνον όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
  • Με βάση τα παραπάνω, η διαχείριση, διατηρεί το δικαίωμα μη δημοσίευσης σχολίων, χωρίς καμία άλλη προειδοποίηση.
  • Επιπλέον σας τονίζουμε, ότι το ιστολόγιο, λειτουργεί σε εθελοντική βάση και ως εκ τούτου, τα σχόλια θα αναρτώνται μόλις αυτό καταστεί δυνατόν.

Διαβάστε ακόμα