Είναι ένα κλικ. Η στιγμή που συνειδητοποιείς πως όλα όσα ήξερες δεν ισχύουν. Η στιγμή που, ενώ νόμιζες πως έχτιζες, όλα ήταν ετοιμόρροπα.
Και να που έπεσαν. Και να που σκόρπισαν. Σαν τραπουλόχαρτα απλώθηκαν δεξιά κι αριστερά σου. Τέλος παιχνιδιού. Δάκρυα, φωνές, σιωπηρές κραυγές.
Ποιος ο λόγος; Ποια η ουσία; Κανένας λόγος. Καμιά ουσία.
Κι εσύ ένα κουρέλι.
Χιλιοκομμένο από τα κομμάτια έσκισες για να χαρίσεις, χιλιοπατημένο από τις φορές που πάτησες τα «θέλω» σου, για να υψώσεις τα δικά του, βρώμικο από τα ψέμματα που κόλλησαν πάνω σου και σε λέρωσαν.
Και αφού συρθείς και ματώσεις – όχι για κείνον, μα για σένα – για να μαζέψεις όσα κομμάτια σου σκορπίστηκαν από εγωισμό και αλαζονεία, υψώνεις τα μάτια ψηλά στον ουρανό.
Και σηκώνεσαι.
Ναι, σηκώνεσαι. Και είναι πάλι ένα κλικ.
Μια στιγμή ξανά που νιώθεις ανάλαφρη, ζωντανή, με όλα τα κομμάτια σου βολεμένα στη θέση τους.
Μια στιγμή που σε κάνει να απορείς για τη δύναμη μέσα σου, που μπορείς και πάλι να σταθείς, να χαμογελάσεις, να ονειρευτείς.
Που γεμίζουν τα μάτια σου δάκρυα, μα να είναι από χαρά.
Που χτυπά η καρδιά σου δυνατά, μα όχι από αγωνία.
Πάνε αυτά, περάσανε. Νέος άνθρωπος, νέοι στόχοι, νέα ζωή μπροστά.
Λίνα Κατσίκα