Οργή Λαού, Βουλή Θεού. Ο Αχιλλέας του ομηρικού έπους και το αντίστοιχό του στην ταραγμένη εποχή μας (ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ)

Οργή Λαού, Βουλή Θεού. Ο Αχιλλέας του ομηρικού έπους και το αντίστοιχό του στην ταραγμένη εποχή μας (ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ)

4 Οκτωβρίου, 2022 1 Από Καλλιόπη Σουφλή
Προβολές:1,082
Μοίρασέ το

 

Τι είδους δύναμη είναι αυτή η οργή, που κατορθώνει να διαποτίσει ολάκερο το σύμπαν, να κλονίσει συθέμελα τα τρία κέντρα του κόσμου μας (Γη, Άδη, Ουρανό) και να γκρεμίσει όλες μας τις βεβαιότητες;

Γίνεται, δηλαδή, ένας «θυμός-διαμαρτυρία» σ’ έναν κόσμο που κινδυνεύει να καταρρεύσει, αν δεν καταρρέει ήδη, αφού καταστρέφει ο ίδιος τους θεμέλιους λίθους του: την τιμή και την δικαιοσύνη.

Γίνεται, επίσης, «μήνις ουλομένη», οργή ολέθρια, καταστροφική, ακριβώς γιατί στρέφεται εναντίον ενός κόσμου, ο οποίος πρέπει πρώτα να καταστραφεί, για να ξαναγεννηθεί μετά από τις στάχτες του.

Με γύρισε πολλές δεκαετίες πίσω, η απεικόνιση της ΙΛΙΑΔΑΣ έτσι όπως μέσα από το ΕΠΟΣ του ΟΜΗΡΟΥ εμφανίζεται το πρόσωπο του ΑΧΙΛΛΕΑ…έτσι όπως την αναλύαμε στα μαθητικά μας χρόνια… τότε που ακόμα υπήρχε ΕΘΝΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ, που αποσκοπούσε στην ΕΘΝΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ και στην ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ…

Ο ΑΧΙΛΛΕΑΣ, είναι σήμερα η νέα γενιά… αυτή όμως που ενώ αγαπά την Πατρίδα, αναρωτιέται αν πρέπει να πολεμήσει γι αυτήν…

Η καλλίτερη απάντηση, είναι η απόφαση του ΑΧΙΛΛΕΑ…

Την εξαιρετική αυτή ανάρτηση, την αφιερώνω σε κάθε ΕΛΛΗΝΑ και κάθε ΕΛΛΗΝΙΔΑ που θέλει να πολεμήσει για την Πατρίδα, και νοιώθει αδικημένος/η από  ένα σύστημα θεσμικό και κοινωνικό, που έχει τελείως σαπίσει…

 

Καλλιόπη Σουφλή

 

Του Γιώργου Β. Μιχαήλ

«Πες μου, Μούσα, για τον άντρα τον πολυμήχανο» ζητεί ο Όμηρος στην αρχή της Οδύσσειας. Και μας πληροφορεί ευθύς εξαρχής ότι το ποίημά του αφορά έναν ήρωα.

Αλλά στην Ιλιάδα, η επίκληση αλλάζει. «Ψάλλε, θεά, τον τρομερό θυμό του Αχιλλέα», διαβάζουμε στον πρώτο στίχο.

Υποκείμενο, δηλαδή, της δράσης είναι η «μήνις», η οργή, ο θυμός -και όχι ο ήρωας, ο Αχιλλέας.

Αλλιώς, ο ποιητής θα άρχιζε το έπος κάπως έτσι: «Ψάλλε θεά πώς κάποτε οργίστηκε ο Πηλείδης Αχιλλέας» ή «Ψάλλε θεά τον Αχιλλέα που κάποτε οργίστηκε».

Δεν έχουμε, λοιπόν, να κάνουμε με ένα άτομο ή με ένα εξωτερικό γεγονός, αλλά με μια κατάσταση οργής, θυμού, δηλαδή με μια διαδικασία που συμβαίνει στο εσωτερικό (στην ψυχή) ενός ανθρώπου.

Την «μήνιν» αυτήν, που είναι το υποκείμενο της δράσης, ο ποιητής την χαρακτηρίζει «ουλομένην», δηλαδή «καταστρεπτική, ολέθρια, θανατηφόρα».

Στους στίχους 2-3, ο ποιητής τονίζει ότι η «μήνις» του Αχιλλέα «έγινε στους Αχαιούς αρχή πολλών δακρύων / που ανδράγαθες ροβόλησε πολλές ψυχές στον Άδη».

Η «μήνις», δηλαδή, που θα μπορούσε να είναι μια θετική δύναμη, αν στρεφόταν εναντίον των Τρώων και ωθούσε τον Αχιλλέα σε σπουδαία κατορθώματα, είναι εδώ μια δύναμη αρνητική, αφού στρέφεται εναντίον των συντρόφων του ήρωα και τους βυθίζει στο πένθος.

Αυτή η εντύπωση γίνεται ακόμα πιο ισχυρή στους στίχους 4-5: «κι έδωκεν αυτούς (τους ήρωες) αρπάγματα των σκύλων / και των ορνέων». Έχουμε μιαν εικόνα που προκαλεί ανείπωτη φρίκη. Τα άταφα σώματα των νεκρών Αχαιών κατασπαράζονται από όρνεα και σκυλιά. Οι ψυχές αυτών των κατασπαραγμένων ηρώων δεν θα βρουν ποτέ τους ανάπαυση και λύτρωση, δεν θα ανήκουν ούτε στον κόσμο των ζωντανών ούτε στον κόσμο των νεκρών.

Ο στίχος 5 κλείνει με την εντυπωσιακή διαπίστωση «και η βουλή γενόνταν του Κρονίδη». Για όλα τα φριχτά πράγματα, που ακούσαμε προηγουμένως, υπαίτιος είναι ο Δίας!

Μας επισκέπτονται, εδώ, οι πρώτες υποψίες. Μήπως ο αρνητικός χαρακτήρας της «μήνιδος» είναι φαινομενικός; Μήπως ο θυμός του Αχιλλέα εξυπηρετεί έναν ανώτερο σκοπό;

Θα μάθουμε στην συνέχεια.

Αφού από την Γη κατεβήκαμε στον Άδη και σκαρφαλώσαμε μετά στον Όλυμπο, στον ουρανό, προσγειωνόμαστε τώρα, με τους στίχους 6-7, πάλι στον κόσμο των θνητών, ακριβώς ανάμεσα στον Αγαμέμνονα και τον Αχιλλέα που φιλονικούν.

Εδώ τελειώνει το προοίμιο. Αφήνοντάς μας με αναπάντητα ερωτηματικά, το μεγαλύτερο εκ των οποίων είναι το εξής:

Τι είδους δύναμη είναι αυτή η οργή, που κατορθώνει να διαποτίσει ολάκερο το σύμπαν, να κλονίσει συθέμελα τα τρία κέντρα του κόσμου μας (Γη, Άδη, Ουρανό) και να γκρεμίσει όλες μας τις βεβαιότητες;

Ένας ευγενής και δοξασμένος άντρας, ο Αχιλλέας, έστρεψε την οργή του εναντίον των δικών του ανθρώπων και του ίδιου του εαυτού του, αντί να την στρέψει εναντίον των εχθρών.

Αντί να πετυχαίνουν λαμπρές νίκες και να κάνουν σπουδαία κατορθώματα, οι ήρωες κατρακυλούν ανήμποροι στον Άδη, ή μένουν άταφοι και κατασπαράζονται από όρνεα και σκυλιά.

Τέλος, ένας μεγάλος θεός και θεματοφύλακας της δικαιοσύνης, ο Δίας, επιθύμησε, αν δεν σχεδίασε κιόλας, όλα αυτά τα φριχτά πράγματα που δύσκολα μπορεί να τα χωρέσει ανθρώπου νους.

Ας θυμηθούμε την σειρά των γεγονότων.

Ο Αχιλλέας θύμωσε ύστερα από μια φιλονικία με τον Αγαμέμνονα. Υπεύθυνος για την έχθρα των δύο ηρώων ήταν ο Απόλλων, ο οποίος οργίστηκε με τον Αγαμέμνονα επειδή αυτός δεν σεβάστηκε τον ιερέα του θεού, τον Χρύση.

Ο Χρύσης ήρθε ικέτης στο στρατόπεδο των Αχαιών με πλουσιοπάροχα λύτρα, για να ζητήσει πίσω την κόρη του που την κρατούσε σκλάβα ο Αγαμέμνων. Όλοι συμφώνησαν πως πρέπει να σεβαστούν τον ιερέα και να κάνουν δεκτό το αίτημά του. Αλλά ο Αγαμέμνων είχε αντίθετη άποψη.

Φέρθηκε άσχημα στον Χρύση και τον έδιωξε απειλώντας τον. Φοβισμένος και πικραμένος, ο γερο-ιερέας εγκατέλειψε το στρατόπεδο. Κι όταν πια έφτασε σε απόσταση ασφαλείας, στάθηκε για να προσευχηθεί στον Απόλλωνα, ζητώντας του να τιμωρήσει σκληρά τους Αχαιούς.

Ο θεός εισάκουσε την προσευχή του ιερέα του και κατέβηκε θυμωμένος από τον Όλυμπο, με την φαρέτρα και το θεϊκό τόξο στους ώμους του. Στάθηκε απέναντι από το στρατόπεδο και εξαπέλυσε φοβερό λοιμό, εξαιτίας του οποίου πέθαιναν σωρηδόν οι Αχαιοί.

Εννιά ολόκληρες ημέρες, τα βέλη του οργισμένου θεού σκορπίζουν τον θάνατο στις τάξεις των Αχαιών, χωρίς αυτοί να γνωρίζουν την αιτία της θεϊκής οργής. Την δέκατη ημέρα, ωθούμενος από την Ήρα που του έβαλε στο μυαλό αυτήν την σκέψη, ο Αχιλλέας καλεί τους πολεμιστές σε συνέλευση.

Όταν το πλήθος συγκεντρώνεται, ο Πηλείδης εκφράζει την ανησυχία του για την συνέχιση του πολέμου και τον φόβο του ότι θα πρέπει να γυρίσουν πίσω στην πατρίδα, αν βέβαια κατορθώσουν να ξεφύγουν τον θάνατο.

Ύστερα, προτείνει στον Αγαμέμνονα να αναθέσουν σε κάποιον μάντη ή ιερέα, ή έστω σ’ έναν απλό εξηγητή ονείρων, να τους πει για ποιον λόγο είναι οργισμένος μαζί τους ο Απόλλων, έτσι ώστε να βρουν τρόπο να τον εξευμενίσουν.

Ο Κάλχας προθυμοποιείται να μιλήσει, αλλά ζητεί πρώτα από τον Αχιλλέα την υποστήριξή του, καθώς, όπως λέει, πρόκειται να δυσαρεστήσει με τα λόγια του τον αρχιστράτηγο.

Ο Αχιλλέας ορκίζεται ότι θα σταθεί στο πλευρό του, και ο μάντης αποκαλύπτει ότι ο Απόλλων είναι οργισμένος με τους Αχαιούς επειδή ο Αγαμέμνων δεν ελευθέρωσε την κόρη του Χρύση.

Και προειδοποιεί πως τότε μόνον θα καταλαγιάσει η οργή του θεού, όταν η Χρυσηίς επιστραφεί στον πατέρα της χωρίς λύτρα, και προσφερθεί στον Χρύση αγιασμένη εκατόμβη.

Εξοργισμένος, ο Αγαμέμνων παίρνει τον λόγο και δηλώνει ότι θα επιστρέψει την Χρυσηίδα στον πατέρα της, μόνον αν λάβει από τους Αχαιούς άλλο ισάξιο δώρο.

Τότε παρεμβαίνει ο Αχιλλέας, αποκαλεί τον Αγαμέμνονα «φιλόπλουτο», και του λέει πως δεν είναι δυνατόν αυτήν την στιγμή να του δώσουν δώρο οι Αχαιοί, αφού τα υπάρχοντα λάφυρα έχουν ήδη μοιραστεί. Του υπόσχεται όμως ότι, αν ελευθερώσει τώρα την κόρη του Χρύση, θα λάβει τετραπλάσια ανταμοιβή μόλις κατακτηθεί η Τροία.

Στην απάντησή του, ο Αγαμέμνων κατηγορεί τον Αχιλλέα ότι θέλει να τον εξαπατήσει, και απειλεί ότι, αν δεν του δώσουν δώρο ισάξιο οι Αχαιοί, θα πάρει μόνος του το δώρο ή του ίδιου του Αχιλλέα ή του Αίαντα ή του Οδυσσέα.

Ο Αχιλλέας κατηγορεί τον αρχιστράτηγο για αχαριστία, πανουργία και απληστία, και δηλώνει ότι αποχωρεί από τον πόλεμο και επιστρέφει στην πατρίδα του.

Ο Αγαμέμνων επιτίθεται με την σειρά του στον Αχιλλέα, τον κατηγορεί ότι αρέσκεται στις φιλονικίες, και του δηλώνει ότι δεν τον νοιάζει τι προτίθεται να πράξει.

Τέλος, του λέει ξεκάθαρα ότι θα του πάρει με το ζόρι την Βρισηίδα, σαν αντάλλαγμα για την απελευθέρωση της κόρης του Χρύση.

Τώρα είναι που ο Αχιλλέας παραδίνεται ολότελα στον θυμό του. Θολώνει από τα προσβλητικά λόγια του Αγαμέμνονα και είναι έτοιμος να χιμήξει επάνω του και να τον κατασπαράξει.

Δεν αφήνεται, βέβαια, αμαχητί σ’ αυτήν του την παρόρμηση. Μέσα του γίνεται μια άγρια πάλη. Τα συναισθήματα ξεχειλίζουν ασυγκράτητα, σπρώχνοντάς τον να σκορπίσει τριγύρω τον όλεθρο. Και η λογική πασχίζει να ορθώσει το δικό της ανάστημα και να τον εμποδίσει.

Το χέρι του κινείται προς το θηκάρι, το ξίφος σέρνεται αργά προς τα έξω. Η λογική υποχωρεί πανικόβλητη και το πάθος ετοιμάζεται να πανηγυρίσει την επικράτησή του. Τα προσχήματα πάνε περίπατο, το ηρωικό προσωπείο διαλύεται σαν εύθραυστη πορσελάνη, η οργή κυριεύει τον Αχιλλέα από την κορφή ως τα νύχια, γίνεται αυτή η ίδια το υποκείμενο της δράσης, ο πρωταγωνιστής της σκηνής.

Και τότε, σ’ αυτήν την κρίσιμη στιγμή, στην «ώρα μηδέν», στα λιγοστά σιωπηρά δευτερόλεπτα που προηγούνται της θύελλας, σταλμένη από την Ήρα κάνει την εμφάνισή της η Αθηνά, για να δώσει την λύση. Μόνον ο Αχιλλέας την βλέπει, κανείς άλλος.

Η θεά προτρέπει τον ήρωα να συγκρατήσει τον θυμό του, και του υπόσχεται αποκατάσταση της αδικίας με δώρα τρίδιπλα. Εκείνος υπακούει και ξαναβάζει το ξίφος στην θήκη του.

Μην αμφιβάλλετε πως ο Αχιλλέας θα σήκωνε τελικά το σπαθί του ενάντια στον Αγαμέμνονα. Αν δεν το έκανε, δεν θα χρειαζόταν η παρέμβαση της Αθηνάς.

Όπως είδαμε από τον πρώτο κιόλας στίχο, ο Όμηρος ξεκαθάρισε ότι πρωταγωνιστής του έπους είναι η οργή. Και αμέσως μετά, έδωσε σ’ αυτήν την ολέθρια «μήνιν» συμπαντικές διαστάσεις.

Ας δούμε τι θα συνέβαινε αν ο Όμηρος άφηνε την εσωτερική σύγκρουση του Αχιλλέα να εξελιχθεί ανεμπόδιστα. Δύο είναι οι πιθανές λύσεις αυτής της σύγκρουσης:

Ο ήρωας ή θα χιμούσε για να σκοτώσει τον Αγαμέμνονα (και πιθανότατα θα τον σκότωνε) ή θα υποχωρούσε και θα κατάπινε την οργή του.

Αν έκανε το πρώτο, η οργή του θα εκτονωνόταν, θα έχανε όλην την δραματική δυναμική της, και δεν θα μπορούσε να λάβει συμπαντικές διαστάσεις. Το ίδιο θα συνέβαινε και στην δεύτερη περίπτωση, αφού αν ο ήρωας υποχωρούσε και κατάπινε την οργή του μόνος του, απλούστατα δεν θα ήταν ο Αχιλλέας που θέλει ο Όμηρος.

Η επέμβαση λοιπόν της Αθηνάς είναι επιτακτική και επιβεβλημένη.

Ο Αχιλλέας πρέπει οπωσδήποτε να υποχωρήσει. Αλλά πρέπει να υποχωρήσει όχι γιατί το θέλει, μα γιατί εξαναγκάζεται να το κάνει. Και μόνον ένας θεός μπορεί να εξαναγκάσει έναν ήρωα σαν τον Αχιλλέα.

Η εξ ανάγκης καταπιεσμένη οργή του είναι πλέον ελεύθερη να γιγαντώσει μέσα στα στήθια του, να λάβει συμπαντικές διαστάσεις και να σκορπίσει παντού τον όλεθρο.

Στο εξής, δεν θα την ξαναδούμε κατά πρόσωπο. Θα βλέπουμε όμως συνεχώς τις ολέθριες συνέπειές της.

Σημειώστε ότι η θεά δεν λέει στον Αχιλλέα να καταπιεί ολότελα την οργή του, αλλά του επιτρέπει να την εκδηλώσει με λόγια.

Κι αυτό, γιατί μια γενική και σιωπηλή υποχώρηση του Αχιλλέα και θα τον μείωνε σαν ήρωα και θα αφαιρούσε από την «μήνιν» ένα μεγάλο μέρος της δυναμικής της. Τώρα, όμως, χρησιμοποιώντας σαν όχημα τα λόγια του ήρωα, η «μήνις» απλώνεται πάνω από το στρατόπεδο των Αχαιών σαν μόνιμη απειλή και σκοτεινιάζει ολόκληρο τον ορίζοντα του έπους…

Οι λέξεις εκτοξεύονται σαν βέλη από τα χείλη του Αχιλλέα. Οι ύβρεις είναι βαρύτατες. Στο στόχαστρο μπαίνουν και οι υπόλοιποι Αχαιοί. Αχρείοι είναι κι αυτοί, αφού ανέχονται αδιαμαρτύρητα τις αχρειότητες του αρχηγού τους.

Με μια πομπώδη χειρονομία, ο Αχιλλέας ορκίζεται στο σκήπτρο του πως θα μετανιώσουν όλοι τους και θα τον αποζητούν, όταν θα τους πετσοκόβει αλύπητα ο ανθρωποφόνος Έκτορας.

Όλα πια έχουν κριθεί τελεσίδικα. Ο Αχιλλέας πετάει το σκήπτρο του στο χώμα και κάθεται στην θέση του.

Ουσιαστικά, η σύγκρουση των δύο ηρώων έλαβε τέλος. Ματαίως προσπαθεί να διορθώσει την κατάσταση ο γερο-Νέστωρ. Τα λόγια του σκορπίζουν στον άνεμο. Στο βουβό στρατόπεδο απλώνονται τώρα οι αναθυμιάσεις του πάθους και διαβρώνουν τις ψυχές των εμβρόντητων Αχαιών.

Αργότερα, μόνος στο ακρογιάλι, ο Αχιλλέας προσεύχεται στην θεά μητέρα του. Εκείνη έρχεται για να του αλαφρώσει την καρδιά.

Της διηγείται τα γεγονότα που συνέβησαν, από τότε που οι Αχαιοί κυρίευσαν την Θήβη και μέχρι την στιγμή που ο Αγαμέμνων του πήρε την Βρισηίδα. Στην συνέχεια, την παρακαλεί να μεσολαβήσει στον Δία και να του ζητήσει να σταθεί στο πλευρό των Τρώων. Η Θέτις υπόσχεται να το κάνει. Και φεύγει.

Έχει σημασία να σταθούμε για λίγο στην προσευχή του Αχιλλέα.

Χάρη σε αυτήν μαθαίνουμε ότι η Θέτις γέννησε τον γιο της «κοντόχρονο». Από την γέννησή του, η μοίρα του Αχιλλέα ήταν σφιχτοδεμένη με την Τροία. Ωστόσο, ο ήρωας δεν ήταν αναγκασμένος να πορευτεί σ’ έναν μονόδρομο. Είχε το δικαίωμα της επιλογής. Θα πέθαινε νέος, μόνον αν έπαιρνε μέρος στον πόλεμο.

Ο ίδιος επέλεξε να πάει τελικά στην Τροία, παρ’ όλο που δεν δεσμευόταν από όρκο, όπως οι άλλοι ήρωες. Επέλεξε, δηλαδή, συνειδητά να πεθάνει νέος.

Από τα λόγια που απευθύνει στην μητέρα του προσευχόμενος, καταλαβαίνουμε ποιος είναι ο καημός του.

Παραπονιέται ότι ο Δίας δεν τον τιμάει, ενώ θα έπρεπε να το κάνει για να τον αποζημιώσει κάπως για τα λίγα χρόνια που πρόκειται να ζήσει, για να ισορροπήσει την ζυγαριά της μοίρας του.

Αυτό θεωρεί ο Αχιλλέας ότι θα ήταν το σωστό, το δίκαιο: να συνοδευτούν με μεγάλες τιμές τα λίγα χρόνια της ζωής του.

Αντ’ αυτού όμως, ο Δίας δεν τον τιμάει καθόλου. Και να τώρα που έρχεται ο Αγαμέμνων να τον ατιμάσει κι από πάνω, παίρνοντάς του με το στανιό την Βρισηίδα.

Ας συνοψίσουμε.

Ο γιος μιας θεάς πολεμάει με την θέλησή του για δέκα ολόκληρα χρόνια, γνωρίζοντας ότι βαδίζει προς τον θάνατο, και δεν έχει απολαύσει μέχρι τώρα την παραμικρή τιμή.

Ο Δίας τον έχει ξεχάσει ολότελα, ο ανάξιος Αγαμέμνων τον περιφρονεί, του κλέβει την δόξα, και τον ατιμάζει κιόλας με τον πιο ξεδιάντροπο τρόπο, ενώ οι υπόλοιποι Αχαιοί δεν κάνουν τίποτα για να τον υπερασπιστούν.

«Είναι δικαιοσύνη αυτή;» αναρωτιέται ο Αχιλλέας. Και με το δίκιο του.

Ο Αγαμέμνων, κατά πολύ κατώτερός του στην ανδρεία και στην καταγωγή και υπεύθυνος γι’ αυτόν τον καταστροφικό πόλεμο, απολαμβάνει όλες τις τιμές και καρπώνεται όλην την δόξα, αυθαιρετώντας και κάνοντας συχνά κατάχρηση της εξουσίας που διαθέτει. Οι υπόλοιποι Αχαιοί, που ήρθαν στην Τροία γιατί τους υποχρέωνε ο όρκος τον οποίον είχαν δώσει στον Τυνδάρεω, έχουν καθένας το δώρο του.

Και μόνον αυτός, ο γιος μιας θεάς, ο Αχιλλέας, που σηκώνει στις πλάτες του το μεγαλύτερο βάρος του αγώνα, που ήρθε στην Τροία με την θέλησή του και γνωρίζοντας ότι θα πεθάνει προτού καν τελειώσει ο πόλεμος, μόνον αυτός, λοιπόν, όχι απλώς δεν τιμάται όπως θα έπρεπε, αλλά ατιμάζεται κιόλας, σαν να ήταν ο τελευταίος των θνητών!

Τώρα όλα φωτίζονται καλύτερα.

Η αφαίρεση της Βρισηίδας δεν είναι η αιτία του θυμού του Αχιλλέα. Είναι η αφορμή, είναι η τελευταία σταγόνα που κάνει το ποτήρι να ξεχειλίσει, είναι η σπίθα που φουντώνει μονομιάς μια φωτιά που σιγοκαίει για δέκα ολόκληρα χρόνια, είναι η στερνή εκείνη βροχή που κάνει το ποτάμι να φουσκώσει, είναι το έσχατο σκαλοπάτι εξευτελισμού που αναγκάζει τον Αχιλλέα να φωνάξει:

«Δεν πάει άλλο! Ως εδώ και μη παρέκει».

Δικαιοσύνη ζητεί ο Αχιλλέας. Την δικαιοσύνη που περιφρονεί ο άναξ Αγαμέμνων, που λησμονεί ο Δίας (ο ουράνιος θεματοφύλακάς της!), που αρνείται επίμονα ο Άδης, προς τον οποίο οδεύει αδικαίωτος ο ήρωας.

Ο θυμός δεν έχει, τουλάχιστον σε αυτό το σημείο του έπους, την μορφή «εκδικητικής οργής», δεν είναι «θυμός της εκδικητικής μανίας».

Τέτοιος θα ήταν, αν ο ήρωας ορμούσε τελικά εναντίον του Αγαμέμνονα και τον σκότωνε. Τέτοιος θα ήταν, επίσης, αν ο Αχιλλέας αρνιόταν να παραδώσει την Βρισηίδα κι έστηνε για χάρη της εμφύλιο πόλεμο.

Μπορεί ο θυμός να εκδηλώθηκε σαν εκδικητική οργή και να κινδύνεψε για μια στιγμή (όταν η φιλονικία έφτασε στην κορύφωσή της) να παγιωθεί σαν τέτοια, αλλά η παρέμβαση της Αθηνάς έσωσε την κατάσταση.

Ο «θυμός της εκδικητικής μανίας» ξαναγύρισε εξ ανάγκης στα στήθια του Αχιλλέα, λούφαξε, καταπιέστηκε, και ταυτόχρονα μεταλλάχτηκε. Έγινε «θυμός της πληγωμένης τιμής». Και μαζί, «θυμός της απούσας δικαιοσύνης».

Σαν τέτοιος, διαχωρίζεται πλέον από τον Αχιλλέα, αποκτάει αυτονομία, και γίνεται υποκείμενο δράσης. Βγαίνει από τον ήρωα σαν βαριά σκιά, σαν πυκνή ομίχλη. Διαβρώνει τον κόσμο των θνητών, ανεβαίνει στον Όλυμπο, βυθίζεται στον Άδη.

Παίρνει διαστάσεις συμπαντικές και ορθώνεται σαν κραυγή διαμαρτυρίας σ’ ένα σύμπαν πέρα για πέρα άδικο.

Γίνεται, δηλαδή, ένας «θυμός-διαμαρτυρία» σ’ έναν κόσμο που κινδυνεύει να καταρρεύσει, αν δεν καταρρέει ήδη, αφού καταστρέφει ο ίδιος τους θεμέλιους λίθους του: την τιμή και την δικαιοσύνη.

Γίνεται, επίσης, «μήνις ουλομένη», οργή ολέθρια, καταστροφική, ακριβώς γιατί στρέφεται εναντίον ενός κόσμου, ο οποίος πρέπει πρώτα να καταστραφεί, για να ξαναγεννηθεί μετά από τις στάχτες του.

Κι ένας τέτοιος θυμός, μπορεί άνετα να γίνει αποδεκτός από τον Δία.

Ο Όμηρος βάζει τον Αχιλλέα να αναδιηγηθεί στην μητέρα του την ιστορία, παραλείποντας κάποια γεγονότα και υπερτονίζοντας κάποια άλλα, γιατί ακριβώς θέλει να ξεκαθαρίσει μια και καλή το είδος και την ποιότητα του θυμού.

Ο ήρωας αποσιωπά τα συμβάντα εκείνα που θα μας προσανατόλιζαν προς έναν «θυμό της εκδικητικής μανίας»: την υβριστική του συμπεριφορά προς τον Αγαμέμνονα, την σκέψη του να σκοτώσει τον αρχιστράτηγο, την παρέμβαση της Αθηνάς, και την με όρκο επικύρωση της απόφασής του να αποσυρθεί από τον πόλεμο.

Παραλείπει, επίσης, την συμφιλιωτική προσπάθεια του Νέστορα, η οποία υποδηλώνει ότι έχουμε να κάνουμε με μια σύγκρουση σε προσωπικό επίπεδο ή σε επίπεδο εξουσίας.

Αντίθετα, υπερτονίζει εκείνα τα στοιχεία που μας οδηγούν προς έναν «θυμό της πληγωμένης τιμής και της απούσας δικαιοσύνης»: την άσχημη συμπεριφορά του Αγαμέμνονα προς τον Χρύση, τις ολέθριες συνέπειες αυτής της συμπεριφοράς (λοιμός στο στρατόπεδο των Αχαιών), την δική του προσπάθεια να εξιλεωθεί ο Απόλλων, την απελευθέρωση της Χρυσηίδας, και την αδικία που έκανε σε βάρος του ίδιου του Αχιλλέα ο αρχιστράτηγος.

Ας προσέξουμε ότι η σύνδεση της αδικίας που γίνεται σε βάρος του Αχιλλέα με την αδικία που γίνεται σε βάρος του Χρύση, γενικεύει εντέχνως την αδικία, την μεταθέτει από το προσωπικό επίπεδο στο γενικό.

Αν, μάλιστα, δούμε καθαρά την εξέλιξη της μιας αδικίας, μπορούμε εύκολα να προβλέψουμε (ή και να ζητήσουμε) την εξέλιξη της άλλης αδικίας.

Γι’ αυτό ο Αχιλλέας αναφέρει και την απελευθέρωση της Χρυσηίδας. Ολοκληρώνει με αυτόν τον τρόπο την πορεία της αδικίας σε βάρος του Χρύση.

Έχουμε λοιπόν το εξής σχήμα:

Ύβρις-αδικία => θεϊκή τιμωρία => αποκατάσταση-απόδοση δικαιοσύνης.

Και το σχήμα αυτό περιμένουμε να έχει γενική, συμπαντική εφαρμογή.

Όπως ο Χρύσης έτσι και ο Αχιλλέας ζητεί, μέσω της μητέρας του, την θεϊκή τιμωρία. Αλλά δεν μεθοδεύει μόνον την αποκατάσταση της αδικίας που του έγινε.

Αν έκανε κάτι τέτοιο, ο θυμός του θα παρέμενε «θυμός της πληγωμένης τιμής» και θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να αποδεχθεί το αίτημά του ο Δίας, ο θεματοφύλακας της δικαιοσύνης.

Είπαμε ότι ο θυμός του Αχιλλέα είναι ταυτόχρονα και «θυμός της απούσας δικαιοσύνης». Έτσι, το αίτημά του είναι, σ’ ένα δεύτερο (αλλά σημαντικότερο) επίπεδο, αίτημα απόδοσης δικαιοσύνης και, συνεπώς, αίτημα αποκατάστασης της ισορροπίας του κόσμου -ενός κόσμου που κινδυνεύει με κατάρρευση.

Και πράγματι ο κόσμος αυτός, ο ιλιαδικός, καταστράφηκε από μιαν άποψη, αφού κυριολεκτικά αναποδογύρισε: ο Δίας άλλαξε τα σχέδιά του και στράφηκε εναντίον των ευνοουμένων του, ο κατεξοχήν πολεμιστής, ο Αχιλλέας, εγκατέλειψε τον πόλεμο, οι Αχαιοί, που απ’ την αρχή του πολέμου προορίζονταν να νικήσουν, βρέθηκαν ένα μόνον σκαλοπάτι πριν από την ήττα και την ολοσχερή καταστροφή, και οι καταδικασμένοι Τρώες κόντεψαν να γευτούν το νέκταρ της νίκης.

Η μήνις επιτέλεσε, λοιπόν, το έργο της και είναι τώρα καιρός ν’ αποχωρήσει, αφού την καταστροφή πρέπει ν’ ακολουθήσει η αναγέννηση, «το αναποδογύρισμα του αναποδογυρίσματος», η επανατοποθέτηση δηλαδή του κόσμου στις σωστές του βάσεις.

Καθώς, όμως, αυτή η αναγέννηση πρέπει να είναι βαθμιαία και όχι απότομη (όπως βαθμιαία ήταν και η καταστροφή), η μήνις δεν μπορεί να φύγει ως διά μαγείας από το προσκήνιο. Πρέπει ν’ ακολουθήσει πορεία αντίστροφη από αυτήν που ακολούθησε στην αρχή.

Πρέπει, δηλαδή, να χάσει τις συμπαντικές της διαστάσεις, ν’ αποτραβηχτεί από τον κόσμο, και να επιστρέψει στα στήθια του Αχιλλέα, όπου θα μεταλλαχτεί εκ νέου και θα ξαναπάρει την μορφή της «εκδικητικής οργής», για να ξεθυμάνει και να σβήσει ως τέτοια, αφού πρώτα ο Αχιλλέας την ικανοποιήσει.

Επιστρέφουμε στην ροή των γεγονότων.

Η Θέτις τηρεί την υπόσχεση που έδωσε στον γιο της. Επισκέπτεται τον Δία και τον παρακαλεί να χαρίζει νίκες στους Τρώες, μέχρι οι Αχαιοί να τιμήσουν όπως πρέπει τον Αχιλλέα. Ύστερα από αρκετή σκέψη, ο Δίας υπόσχεται να της κάνει το χατίρι και επικυρώνει την υπόσχεσή του μ’ ένα γνέψιμο του κεφαλιού, που τραντάζει ολόκληρο τον Όλυμπο.

Επί μακρόν, ο Αχιλλέας απέχει απ’ όλες τις δραστηριότητες των Αχαιών.

Η κατάσταση που επικρατεί στο αχαϊκό στρατόπεδο είναι θλιβερή. Ο αρχιστράτηγος δεν μπορεί ν’ ανταποκριθεί στις ανάγκες της περίστασης και προτείνει πανικόβλητος την επιστροφή στην πατρίδα.

Κι όταν ο Νέστωρ τον συμβουλεύει να εξιλεώσει τον Αχιλλέα, εκείνος σπεύδει να κάνει μια προσφορά, το ύψος της οποίας δεν έχει προηγούμενο.

Είναι φανερό ότι έχουμε να κάνουμε πλέον μ’ έναν Αγαμέμνονα ολότελα διαφορετικό απ’ αυτόν που γνωρίσαμε προηγουμένως. Ο αλαζονικός, αυταρχικός, και γεμάτος αυτοπεποίθηση αρχιστράτηγος έχει μεταμορφωθεί σ’ ένα πλάσμα μίζερο, ανήμπορο και φοβισμένο, που σπεύδει να εκτελέσει χωρίς δεύτερη κουβέντα όσα του προτείνουν οι άλλοι –την γνώμη των οποίων ελάχιστα λάμβανε υπόψη του μέχρι τώρα– και να προσφέρει «γη και ύδωρ» στον άνθρωπο τον οποίον μέχρι χθες δεν ήθελε να ξαναδεί.

Αυτή η «μετάλλαξη» του Αγαμέμνονα αποτελεί και την πρώτη ουσιαστική δικαίωση του Αχιλλέα.

Ας θυμηθούμε ότι ο Αχιλλέας είχε ορκιστεί στο σκήπτρο του πως οι Αχαιοί θα τον αποζητήσουν μια μέρα και πως ο Αγαμέμνονας θα κάθεται περίλυπος, γιατί δεν θα μπορεί να τους βοηθήσει όταν θα τους θερίζει ο ανθρωποφόνος Έκτορας, και θα τον τρώει ο πόνος που αψήφησε των Αχαιών τον πρώτο πολέμαρχο.

Οι προβλέψεις του Αχιλλέα επαληθεύονται. Οι Αχαιοί τον αποζητούν κι έρχονται να τον εξευμενίσουν με την σύμφωνη γνώμη του περίλυπου αρχιστράτηγου.

Η προσφορά του Αγαμέμνονα, την οποία η πρεσβεία εναποθέτει στα πόδια του Αχιλλέα, είναι κάτι παραπάνω από εντυπωσιακή. Είναι τέτοια η αξία των εξιλαστήριων δώρων, που δύσκολα θα άφηνε ασυγκίνητο οποιονδήποτε.

Κι όμως, ο Αχιλλέας απορρίπτει την προσφορά αμέσως και με τρόπο απόλυτο!

Όχι μόνο δεν μπαίνει καν στον πειρασμό να δεχτεί τα δώρα, αλλά έχει και την ψυχραιμία να φιλοσοφήσει γύρω από την αξία των υλικών αγαθών και του πλούτου, αποδεικνύοντας έτσι ότι η άρνησή του οφείλεται στις στέρεες και βαθιά ριζωμένες αντιλήψεις του για την ζωή, και όχι σ’ έναν στείρο και υπέρμετρο εγωισμό.

Με αυτήν του την στάση, κερδίζει την ολοκληρωτική και αδιαμφισβήτητη δικαίωση. Ουδείς πλέον δικαιούται να αμφιβάλει για το ηθικό του ποιόν και για τα κίνητρά του.

Ο θυμός του είναι πέρα για πέρα «θυμός της πληγωμένης τιμής» και «θυμός της απούσας δικαιοσύνης». Κι ένας τέτοιος θυμός δεν θα μπορούσε να καταλαγιάσει ούτε με όλους τους θησαυρούς του κόσμου.

Ο Αγαμέμνων πρέπει να πιει μέχρι την τελευταία του σταγόνα το πικρό ποτήρι που ο ίδιος κέρασε στον εαυτό του, όταν απερίσκεπτα διέπραξε την «θυμαλγέα λώβην», την ύβριν δηλαδή που τόσην θλίψη προκάλεσε στην ψυχή του Αχιλλέα.

Μαζί με τον Πηλείδη, δικαιώνεται θεαματικά και η «μήνις». Επίσης, δικαιώνεται ο Δίας, που έκανε δεκτό το αίτημα της Θέτιδος και αποφάσισε να βλάψει τους αγαπημένους του Αχαιούς, προκειμένου να δώσει στον Αχιλλέα την δόξα που άδικα μέχρι πρότινος του στερούσε.

Ο Αχιλλέας επανέρχεται θεαματικά στο προσκήνιο για να δικαιωθεί απόλυτα, τόσο για την «μήνιν» του όσο και για την απραξία του. Αλλά, αμέσως μετά την δικαίωσή του, τον ξαναχάνουμε από το προσκήνιο.

Ωστόσο, ακόμα και κατά την διάρκεια της απουσίας του, είναι μονίμως παρών με την απραξία του (και με τις ολέθριες συνέπειες της οργής του).

Θα τον δούμε να εγκαταλείπει την απραξία του και να ξαναρίχνεται στον πόλεμο, μόνον ύστερα από τον θάνατο του Πατρόκλου.

Η εκ νέου μετάλλαξη της «μήνιδος» συνδέεται μοιραία και με μιαν μετάλλαξη του ίδιου του Αχιλλέα.

Και το γεγονός, που θα προκαλέσει τις αναγκαίες αλυσιδωτές εκρήξεις, μπορεί να είναι μόνον ένα: ο θάνατος του Πατρόκλου, που είναι συνάμα και συμβολικός θάνατος του Αχιλλέα.

Χάνοντας το alter ego του, και μάλιστα με δική του κατά κάποιον τρόπο υπαιτιότητα, αφού τον έστειλε να πολεμήσει για λογαριασμό του, ο Αχιλλέας «πεθαίνει» κι ο ίδιος, δηλαδή μεταλλάσσεται, για να ξαναγεννηθεί στο τέλος του έπους, να ξαναπάρει δηλαδή την μορφή που είχε πριν από την φιλονικία του με τον Αγαμέμνονα και ν’ ακολουθήσει την μοίρα που μόνος του επέλεξε ερχόμενος στην Τροία.

Όπως στην αρχή άνοιξε τα στήθια του για να επιτρέψει στην μεταλλαγμένη οργή του να χυθεί σαν ομίχλη και να σκεπάσει τον κόσμο ολόκληρο, έτσι και τώρα ανοίγει ξανά διάπλατα τα στήθη του για να «ρουφήξει» πίσω την μήνιν, να την τραβήξει από τον κόσμο και να την ξανακλείσει μέσα του, όπου θα την μεταλλάξει σε προσωπική εκδικητική οργή, προκειμένου να ξαναγίνει ο ίδιος υποκείμενο της δράσης και να ξαναβρεί σταδιακά τον αληθινό του εαυτό.

Ο νεκρός (= μεταλλαγμένος) πλέον Αχιλλέας ένα μόνον πράγμα επιθυμεί: να ξαναβρεί το alter ego του, αφού πρώτα εκδικηθεί αυτόν που ευθύνεται για τον βίαιο αποχωρισμό.

Αδημονεί να ριχτεί στην μάχη, να ξεθυμάνει την εκδικητική του οργή πάνω στον Έκτορα και τους συντρόφους του, και να κάνει ύστερα ήρεμος το μακρύ ταξίδι που θα τον φέρει και πάλι κοντά στον Πάτροκλο.

Στο εξής, ο Αχιλλέας θα περιπλανιέται στο πεδίο της μάχης σαν εκδικητικό φάντασμα και θα σκορπάει παντού τον θάνατο. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι βγαίνει στον πόλεμο αφήνοντας άταφο τον Πάτροκλο, τον οποίο θα θάψει μόνον μετά τον θάνατο του Έκτορα.

Στον Όμηρο, ο άταφος νεκρός περιφέρεται σαν φάντασμα και βλάπτει τους ζωντανούς.

Η άγρια φιγούρα, που μάχεται με μανία εναντίον των Τρώων, δεν είναι, λοιπόν, μόνον ο Αχιλλέας -είναι συνάμα και ο νεκρός Πάτροκλος, δηλαδή το φάντασμά του, που ζητεί την δικαίωση προτού «ροβολήσει» διά παντός στον Άδη.

«ΛΕΞΙΚΟ»

Αχιλλέας = το σύνολο αυτών που αντιστέκονται (από τους ηγέτες μέχρι τους απλούς μαχητές).
Χρυσηίς και Βρισηίς = οι χαρές της ζωής.
Μήνις = η οργή που σιγοβράζει και μεταλλάσσεται.
Απραξία = η μη βίαιη άρνηση εκτέλεσης παράλογων εντολών / η απόρριψη του πολιτιστικού παραδείγματος των ελίτ.
Αγαμέμνων = η ελίτ ως εσωτερικός εχθρός.
Αχαιοί = οι πειθήνιοι υπήκοοι της ελίτ.
Τρώες = η ελίτ ως εξωτερικός εχθρός.
Πάτροκλος = το σύνολο των νεκρών που έφυγαν αδίκως.
Δίας = η κοσμική δικαιοσύνη.

Υ.Γ. Ο χειμώνας που έρχεται θα είναι ο βαρύς χειμώνας της μήνιδος, πριν από την ανθοφορούσα άνοιξη και το ζεστό καλοκαίρι των ανθρώπων.

Μείνετε δυνατοί και ενωμένοι. Και μην φοβάστε να μιλήσετε.

 

 

Πηγή

Προβολές : 1,082


Μοίρασέ το:



Ετικέτες: , ,

ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ


Ορισμένα αναρτώμενα από το διαδίκτυο κείμενα ή εικόνες, θεωρούμε ότι είναι δημόσια. Αν υπάρχουν δικαιώματα συγγραφέων, παρακαλούμε ενημερώστε μας, για να τα αφαιρέσουμε. Επίσης, σημειώνεται ότι οι απόψεις του ιστολογίου, μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου. Για τα άρθρα που δημοσιεύονται εδώ, ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρουμε, καθώς απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των συντακτών τους και δεν δεσμεύουν καθ’ οιοδνήποτε τρόπο, το ιστολόγιο. Ο διαχειριστής του ιστολογίου, δεν ευθύνεται για τα σχόλια και τους δεσμούς που περιλαμβάνει. Τονίζουμε ότι υφίσταται μετριασμός των σχολίων και παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, να έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
  • Κάθε γνώμη είναι σεβαστή, αρκεί να αποφεύγονται ύβρεις, ειρωνείες, ασυνάρτητος λόγος και προσβλητικοί χαρακτηρισμοί, πολύ περισσότερο σε προσωπικό επίπεδο, εναντίον των συνομιλητών ή και των συγγραφέων, με υποτιμητικές προσφωνήσεις, ύβρεις, υπονοούμενα, απειλές ή χυδαιολογίες.>
  • Μην δημοσιεύετε άσχετα με το θέμα σχόλια.
  • Ο κάθε σχολιαστής, οφείλει να διατηρεί ένα μόνον όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
  • Με βάση τα παραπάνω, η διαχείριση, διατηρεί το δικαίωμα μη δημοσίευσης σχολίων, χωρίς καμία άλλη προειδοποίηση.
  • Επιπλέον σας τονίζουμε, ότι το ιστολόγιο, λειτουργεί σε εθελοντική βάση και ως εκ τούτου, τα σχόλια θα αναρτώνται μόλις αυτό καταστεί δυνατόν.

Διαβάστε ακόμα