Πώς το κράτος κατάφερε ιστορικά να ελέγξει τον θεσμό του γάμου

Πώς το κράτος κατάφερε ιστορικά να ελέγξει τον θεσμό του γάμου

31 Δεκεμβρίου, 2022 7 Από Καλλιόπη Σουφλή
Προβολές:625
Μοίρασέ το

 

Σήμερα, η φύση του γάμου έχει τόσο διαχωριστεί από τις ιδιωτικές θρησκευτικές πτυχές του, ώστε να είναι πλήρως εύπλαστος σύμφωνα με καθαρά κοσμικούς νομικούς, πολιτικούς και νομοθετικούς λόγους. Ο καταλύτης για όλα αυτά, ωστόσο, εξακολουθούν να είναι οι επαναστατικές θεσμικές αλλαγές που μετέτρεψαν τον γάμο από ζήτημα ιδιωτικών συμφωνιών μέσα σε ένα θρησκευτικό θεσμό, σε «δημόσιο» ζήτημα που ορίζεται και ρυθμίζεται από ένα ολοένα και πιο ισχυρό κράτος. 

 

 

Ένα πολύ ειδικού ενδιαφέροντος άρθρο για το πώς ο θεσμός του γάμου, από ιδιωτική υπόθεση έγινε σταδιακά υπόθεση του Κράτους

Άρθρο του Ryan McMaken που δημοσιεύτηκε την 1η Δεκεμβρίου 2022 από το Mises Institute.Απόδοση στα ελληνικά, Νίκος Μαρής.

 

Τόσο η Γερουσία των ΗΠΑ όσο και η Βουλή των Αντιπροσώπων αναμένεται να εγκρίνουν τη νέα νομοθεσία για τους γάμους ομοφυλόφιλων τις επόμενες ημέρες. Η νομοθεσία αναμένεται να κωδικοποιήσει αυτό που αποτελεί ήδη de facto Δίκαιο στις ΗΠΑ, σύμφωνα με την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ στην υπόθεση Obgerfell εναντίον Hodges. Η νομοθεσία ενισχύει περαιτέρω τον ομοσπονδιακό νόμο που δηλώνει ότι οι Πολιτείες υποχρεούνται να αναγνωρίζουν τους γάμους ομοφύλων που είναι νόμιμοι σε άλλες Πολιτείες των ΗΠΑ. Η νομοθεσία διασφαλίζει επίσης ότι οι σύζυγοι του ίδιου φύλου θα συνεχίσουν να είναι επιλέξιμοι για ομοσπονδιακά επιδόματα μέσω προγραμμάτων όπως το Medicare και η Κοινωνική Ασφάλιση. Ωστόσο, η νομοθεσία δεν επιβάλλει σε κάθε πολιτειακή κυβέρνηση να θεσπίζει τις δικές της διατάξεις για τις ενώσεις ομοφύλων. 

Εν έτει 2022, δεν υπάρχει πραγματικά τίποτα αξιοσημείωτο σε όλα αυτά, στο μυαλό των περισσότερων ανθρώπων. Για την σύγχρονη αντίληψη, ο γάμος είναι απλώς ένα ακόμη πράγμα που πρέπει να ρυθμίζεται και να τροποποιείται σύμφωνα με τις ιδιοτροπίες των νομοθετών και των δικαστών μιας πολιτικής κυβέρνησης. Ακόμη και μεταξύ εκείνων που πιστεύουν ότι δεν θα έπρεπε να υπάρχει ρόλος για το κεντρικό κράτος στη νομοθεσία για τον γάμο, πολύ λίγοι αμφισβητούν ότι οι ίδιες οι κυβερνήσεις των Πολιτειών —ή ξένες εθνικές κυβερνήσεις, κατ’ αντιστοιχία— μπορούν δικαίως να ασκήσουν τεράστια νομοθετική εξουσία στη ρύθμιση του γάμου. Η μόνη διαφωνία είναι συχνά σχετικά με το πώς πρέπει να ρυθμίζουν το γάμο οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι και με ποιους σκοπούς. 

 

«Ιστορικά, το Κράτος ήταν εξαιρετικά αμέτοχο στον γάμο»  

Οι μόνοι που διαφωνούν με αυτή τη συναίνεση φαίνεται να είναι κάποιοι ελευθεριστές, όπως ο Ron Paul. Για παράδειγμα, το 2012, ο Paul είπε σε ένα συγκεντρωμένο ακροατήριο : «Θα ήθελα να δω όλa τα κράτη εκτός του θέματος του γάμου. Δεν νομίζω ότι ο γάμος είναι απόφαση του κράτους. Νομίζω ότι είναι μια θρησκευτική λειτουργία.» Αυτά τα σχόλια ακολούθησαν προηγούμενα σχόλια του Paul που υποστήριξε ότι «Βιβλικά και ιστορικά, το κράτος ήταν εξαιρετικά αμέτοχο στο θεσμό του γάμου». 

Ο Paul έχει δίκιο λέγοντας ότι ο γάμος ιστορικά ήταν (συχνά) θέμα των θρησκευτικών αρχών αντί των φορέων των πολιτικών κυβερνήσεων. Ωστόσο, δεδομένης της ανόδου του σύγχρονου κυρίαρχου κράτους, το οποίο είναι επί του παρόντος η απόλυτη νομική εξουσία σε σχεδόν όλα τα θέματα, έχει γίνει δύσκολο ακόμη και να φανταστούμε τις λεπτομέρειες της ιστορικής πραγματικότητας στην οποία αναφέρεται ο Paul. 

Ωστόσο, η κρατική ρύθμιση του γάμου -και η επακόλουθη εκκοσμίκευσή του- είναι μια ιστορική εξέλιξη που ήταν μέρος της ευρύτερης τάσης προς την επέκταση και την εδραίωση της κρατικής εξουσίας που ξεκίνησε στα τέλη του Μεσαίωνα. 

Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ήταν που τα κράτη άρχισαν σταδιακά να ασκούν μονοπωλιακή εξουσία σε όλους τους θεσμούς της κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένων των πόλεων, της τάξης των ευγενών, ακόμη και των ίδιων των μοναρχών

Υπό την εξουσία του κράτους τέθηκαν επίσης οι εκκλησίες, και ο κρατικός έλεγχος του γάμου ήταν ένα σημαντικό συστατικό αυτής της εξουσίας. 

Ο κρατικός έλεγχος του γάμου, που τώρα θεωρούμε ότι είναι τόσο φυσιολογικός, ήταν απλώς μια πτυχή της οικοδόμησης του κράτους, που έθεσε το σκηνικό για τη σύγχρονη εποχή μας, της σχεδόν αχαλίνωτης κρατικής εξουσίας. 

 

Ο ιδιωτικοποιημένος Γάμος στο Μεσαίωνα 

Επειδή οι γάμοι μπορούν να έχουν εκτεταμένες επιπτώσεις ακόμη και για όσους δεν εμπλέκονται άμεσα, οι κρατικοί αξιωματούχοι καθώς και τα μέλη της οικογένειας των μελλόνυμφων αναζητούν εδώ και καιρό τρόπους να ασκήσουν εξουσία για το ποιος θα παντρευτεί με ποιον. 

Η επιθυμία άσκησης αυτού του είδους ελέγχου μπορεί να φανεί στην αρνητική αντίδραση απέναντι στις αλλαγές στην Καθολική Εκκλησία, που επιβεβαίωσε ο Πάπας Αλέξανδρος Γ’. 

Στα τέλη του δωδέκατου αιώνα, ο Πάπας Αλέξανδρος διευκρίνισε ότι οι γάμοι δεν απαιτούσαν την έγκριση κρατικών αξιωματούχων —ή ακόμη και εκκλησιαστικών αξιωματούχων— για να είναι έγκυροι και νομικά δεσμευτικοί. Αντίθετα, ένας έγκυρος γάμος απαιτούσε μόνο τη συγκατάθεση και του συζύγου και της συζύγου. Καμία άλλη πλευρά δεν είχε δικαίωμα βέτο.  

Αυτό αναγκαστικά μείωσε τη ισχύ τόσο των γονέων όσο και των στελεχών της τοπικής αυτοδιοίκησης στη ρύθμιση του γάμου. 

Για παράδειγμα, ακόμη και σε μια περίπτωση στην οποία ορισμένοι γονείς επέμεναν να παντρευτεί ο γιος τους μια προεπιλεγμένη γυναίκα της αρεσκείας τους, ο γιος μπορούσε να αψηφίσει τους γονείς, νυμφευόμενος απλώς κάποιαν άλλα χωρίς την άδειά τους. 

Για εκείνους που αισθάνονταν την εξωτερική πίεση να είναι ιδιαίτερα συντριπτική, ένα ζευγάρι που ήθελε να παντρευτεί θα μπορούσε να επιδιώξει έναν «λαθραίο γάμο» που δυνητικά διεξάγεται εντελώς εν αγνοία των γονέων και χωρίς εξωτερικές κυρώσεις ή πανηγυρικούς εκκλησιασμούς. 

Αυτές οι μυστικές ενώσεις μπορεί να επιφέρουν προσωρινή εκκλησιαστική κύρωση, αλλά αυτό δεν ακύρωνε τον γάμο και δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα οι γονείς, ή οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι, για να ακυρώσουν την ένωση. (Ιδιαίτερα, την ικανότητα της εκκλησίας να ασκεί βέτο στις προτεινόμενες ενώσεις, ή με άλλον τρόπο να ελέγχει άμεσα τον σχηματισμό γάμων.) 

Αυτό το «μοντέλο συναίνεσης» του γάμου δεν επικροτήθηκε ακριβώς από τους γονείς και τους κρατικούς αξιωματούχους του Χριστιανικού κόσμου. 

Εξάλλου, οι προσπάθειες του Πάπα Αλεξάνδρου να καταστήσει τις απαιτήσεις του γάμου πιο ομοιόμορφες και προσβάσιμες παρενέβαιναν στην σφαίρα επιρροής αξιωματούχων και οικογενειακών οργανώσεων, που ασκούσαν από καιρό έναν σημαντικό έλεγχο πάνω στον γάμο σε τοπικό επίπεδο. 

Τα έθιμα διέφεραν σημαντικά από μέρος σε μέρος, αλλά τώρα ο Πάπας έλεγε σε όλους ότι τα ζευγάρια μπορούσαν να παντρεύονται χωρίς τη συγκατάθεση των άλλων, αρκεί να συμμορφώνονταν με μια σύντομη λίστα απαγορεύσεων που αποσκοπούσαν στην αποφυγή της αιμομιξίας, της πολυγαμίας και άλλων συνθηκών που πιστευόταν ότι απαγορεύονταν από τον θεϊκό νόμο. 

Σύμφωνα με τον Andrew Finch, κατά την άποψη του Πάπα Αλέξανδρου:  

«Οι γάμοι από έρωτα επρόκειτο να προωθηθούν σε βάρος εκείνων της οικονομικής ευκολίας ή της φεουδαρχικής αναγκαιότητας, και η εκκλησία δημιουργήθηκε για να σταθεί ως θεματοφύλακας της ατομικής ελευθερίας σε αυτόν τον τομέα. Αυτό ήταν, ωστόσο, ένα όραμα που ερχόταν σε μεγάλη αντίθεση με τις υπάρχουσες έννοιες της γονικής και φεουδαρχικής εξουσίας.»  [1

Αυτό που προέκυψε ήταν ένα ουσιαστικά ιδιωτικό σύστημα στο οποίο οι γάμοι μπορούσαν να συνάπτονται μεταξύ ατόμων με το τεκμήριο της εγκυρότητας. 

Η εξωτερική επικύρωση ήταν αναγκαία μόνο όταν υπήρχαν διαφωνίες σχετικά με το αν ένας γάμος ήταν έγκυρος ή αν ένα από τα μέρη κατηγορήθηκε ότι παραβίασε κατά κάποιο τρόπο τη συμφωνία. 

Αυτή η επιδιαιτησία γινόταν μέσω ιδιωτικών, διεθνών εκκλησιαστικών δικαστηρίων που στελεχώνονταν από εκκλησιαστικό προσωπικό, και μέσω των οποίων ένας ενάγων ή εναγόμενος μπορούσε να προσφύγει σε έναν διεθνούς εξουσίας Πάπα. 

Αυτό το σύστημα δικαίου ήταν έξω από τον έλεγχο των αστικών κυβερνητικών δικαστηρίων, τα οποία στελεχώνονταν από τους διορισμένους και τους συμμάχους ενός προσωρινού βασιλιά. 

Αυτή η ιδιωτική εκδίκαση των γάμων με ιδιωτικά συμβόλαια έγινε κοινός τόπος, καθώς η πρόσβαση στα εκκλησιαστικά δικαστήρια έγινε πιο διαδεδομένη τον δέκατο τρίτο αιώνα. 

Μέχρι το τέλος του αιώνα, ήταν παρόντες σε όλες σχεδόν τις επισκοπές. 

Μητρώα αγωγών για την ισχύ και την άσκηση των συμβολαίων γάμου συσσωρεύτηκαν σε πολλά εκκλησιαστικά δικαστήρια τους επόμενους αιώνες. 

Ο Finch καταλήγει στο συμπέρασμα ότι αυτά τα αρχεία «αποκαλύπτουν έναν θεσμό που ήταν πολύ περισσότερο κέντρο επίλυσης διαφορών, παρά καταστολής που εμπνέεται από την οικογένεια», και το αποτέλεσμα ήταν να μειωθεί περαιτέρω η παρέμβαση από τα πολιτικά δικαστήρια σε θέματα σύναψης γάμου. [2

Φυσικά, τα βασιλικά δικαστήρια συμμετείχαν ακόμη έντονα σε αυτό που ο Saskia Lettmaier αποκαλεί «οι τετριμμένες νομικές συνέπειες του γάμου, ιδίως τα δικαιώματα ιδιοκτησίας και κληρονομιάς που απορρέουν από αυτόν». [3]

Τέτοια ζητήματα, άλλωστε, αφορούσαν ουσιαστικά τα περιουσιακά και τις συμβατικές συμφωνίες που καθορίζουν την ιδιοκτησία του καθενός. Ωστόσο, «όλα τα θέματα που αφορούσαν ουσιαστικά την ύπαρξη των δεσμών του γάμου, όπως η σύναψή του, τα πιθανά κωλύματα και η διάλυσή του ήταν, νομοθετικά και δικαιοδοτικά, στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Καθολικής Εκκλησίας». [4

Διαχωρισμός εκκλησιαστικού δικαίου και κρατικού δικαίου

Αυτό έθεσε την επίβλεψη του σχηματισμού και της διάλυσης του γάμου στην αρμοδιότητα ενός αντίπαλου θεσμού, χωριστού από τους πρόσκαιρους πρίγκιπες και αξιωματούχους, και ως εκ τούτου παρείχε έναν πρόσθετο έλεγχο στην ανερχόμενη κρατική εξουσία, καθώς ο Μεσαίωνας πλησίαζε στο τέλος του. 

Αυτό άρχισε να αλλάζει ξανά κατά την πρώιμη σύγχρονη περίοδο, ωστόσο, καθώς οι μονάρχες διεκδικούσαν όλο και περισσότερο τη δική τους εξουσία πάνω στην Εκκλησία. 

Επιπλέον, αυτή η διαδικασία επιταχύνθηκε από την Προτεσταντική Μεταρρύθμιση. 

Ήδη από τον δέκατο πέμπτο αιώνα, οι μονάρχες της δυτικής Ευρώπης είχαν αγωνιστεί σκληρά για να αυξήσουν τη φορολογία στην εκκλησία και αυτά τα μοναρχικά καθεστώτα διαπίστωσαν ότι μπορούσαν να περιορίσουν περαιτέρω την εκκλησιαστική επιρροή στο βασίλειό τους, απαγορεύοντας τον διορισμό αλλοδαπών σε εκκλησιαστικές θέσεις. 

Το αποτέλεσμα ήταν ότι τέτοια γραφεία κατέληξαν να γεμίζουν από προσωπικό με μεγαλύτερη προσωπική φιλία με τους τοπικούς πρίγκιπες αντί για μια ανεξάρτητη εκκλησία. 

Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η σύνταξη και η εκτέλεση των διαθηκών παραδόθηκε από τους εκκλησιαστικούς αξιωματούχους στις πολιτικές κυβερνήσεις. 

Επιπλέον, οι ποινές που επιβάλλονταν από τα εκκλησιαστικά δικαστήρια απαιτούσαν ολοένα και περισσότερο τη συνεργασία των αστικών αξιωματούχων που θα τις εκτελούσαν. 

Ορισμένοι θεσμοί που φαινομενικά θεωρούνταν ότι ήταν εκκλησιαστικά εγχειρήματα, ελέγχονταν πλήρως από τον μονάρχη, και όπως σημειώνει ο Ven Creveld, «πράγματι έχει ειπωθεί ότι κανένας θεσμός δεν ήταν τόσο πλήρως υπό βασιλικό έλεγχο όσο η Ισπανική Ιερά Εξέταση».[5

Με την Προτεσταντική Μεταρρύθμιση τον δέκατο έκτο αιώνα σημειώθηκαν ραγδαίες κινήσεις προς τον κρατικό έλεγχο του γάμου. 

Ενώ μεγάλο μέρος της μάχης για τα εκκλησιαστικά προνόμια ήταν απλώς ζητήματα πολιτικών εξουσίας, οι Προτεστάντες μεταρρυθμιστές παρείχαν μια πανίσχυρη ιδεολογική και θεολογική τροφοδότηση στους ισχυρισμούς ότι ο γάμος πρέπει να αφαιρεθεί από τον έλεγχο του Πάπα. 

Αντικατάσταση της Εκκλησίας από το Κράτος 

Σε αντίθεση με τις ατομικιστικές (σ.σ. φιλελεύθερες) αντιλήψεις του Πάπα Αλεξάνδρου πίσω από το δόγμα της συναίνεσης, «ο Λούθηρος ζήτησε ο σχηματισμός [του γάμου] να είναι μια δημόσια πράξη, που απαιτεί τη συγκατάθεση του πατέρα, της μητέρας ή εκείνων που βρίσκονται in loco parentis».[6]

Αυτό συνάντησε την αποδοχή στη Γερμανία όπου «η απαίτηση της γονικής συναίνεσης ήταν σχεδόν ομοιόμορφα αποδεκτή τον [16ο] αιώνα». [7]

Αλλά φυσικά, οι πιο φιλοσοφικές αντιρρήσεις των μεταρρυθμιστών κατά της καθολικής ιεραρχίας γνώρισαν επιτυχία και σε άλλους τομείς, και τελικά «η Μεταρρύθμιση έκανε αναμφισβήτητα τον προσωρινό άρχοντα, και όχι τον πάπα, τον απόλυτο τόπο δικαιοδοσίας και νομοθετικής εξουσίας για τον γάμο.» [8

Αυτό, ωστόσο, δημιούργησε την ανάγκη για νομικούς θεσμούς που ελέγχονται από το κράτος, για να αντικαταστήσουν τα εγκαταλελειμμένα πλέον εκκλησιαστικά δικαστήρια υπό τα καθεστώτα που ενστερνίστηκαν τη Μεταρρύθμιση. 

Ο Lettmaier συνεχίζει: «Η…συλλήβδην απόρριψη του κανονιστικού δικαίου από τον Λούθηρο… οδήγησε σε νομικό κενό, το οποίο κατέστησε επείγουσα τη δημιουργία ενός νέου δικαστικού συστήματος και ενός νέου δικαίου του γάμου». [9] Τελικά, οι κρατικοί άρχοντες συμφώνησαν με την «ίδρυση κατά συνθήκη δικαστηρίων, δηλαδή ειδικά δικαστήρια για γαμήλιους και άλλους εκκλησιαστικούς σκοπούς, που αποτελούσαν μέρος του κρατικού δικαστικού συστήματος».[10

Μια παρόμοια κίνηση προς την αντικατάσταση των εκκλησιαστικών δικαστηρίων με κρατικά δικαστήρια συνέβη στην Αγγλία, αλλά χωρίς τις ριζικές αλλαγές στη θεολογία. 

Η αγγλική μεταρρύθμιση, φυσικά, χαρακτηρίστηκε λιγότερο από δογματικές αλλαγές και περισσότερο από πολιτικές προσπάθειες να αντικατασταθεί απλώς ο Πάπας με τον Άγγλο βασιλιά ως επικεφαλής της Εκκλησίας. 

Έτσι, η ιδεολογία του γάμου άλλαξε ελάχιστα, εκτός από το να διασφαλίσει ότι ο μονάρχης θα διατηρήσει την ελευθερία να ενεργεί όπως ήθελε. 

Το τελικό αποτέλεσμα ήταν παρόμοιο με τη γερμανική κατάσταση, καθώς τα πρώην εκκλησιαστικά ιδρύματα βρίσκονταν πλέον ουσιαστικά υπό τον έλεγχο των κρατικών θεσμών. 

 

Η Εκκοσμίκευση του Γάμου 

Στον εικοστό πρώτο αιώνα, ο γάμος βρίσκεται πλέον σταθερά υπό τον έλεγχο των κρατικών θεσμών, σε κάθε σχεδόν επικράτεια. 

Αυτό από μόνο του, ωστόσο, είναι ανεπαρκές για την εκκοσμίκευση του γάμου, με την έννοια του να καθορίζεται και να τροποποιείται σύμφωνα με κοσμικές ανησυχίες, και όχι θρησκευτικές. 

Είναι θεωρητικά δυνατό, φυσικά, να υφίσταται ο κρατικός έλεγχος του γάμου, ενώ παράλληλα ρυθμίζεται ο γάμος σύμφωνα με τις ευαισθησίες μιας συγκεκριμένης θρησκείας.  

Αυτό φαίνεται να συνέβαινε τον δέκατο έκτο και τον δέκατο έβδομο αιώνα. 

Ούτε στην Αγγλία ούτε στα γερμανικά προτεσταντικά κράτη η διεκδίκηση του κρατικού ελέγχου επί του γάμου οδήγησε αμέσως στην εκκοσμίκευση του γάμου όπου ο γάμος έπαψε να θεωρείται θρησκευτικός θεσμός. 

Τόσο οι Προτεστάντες όσο και οι Καθολικοί θεωρούσαν τους εαυτούς τους προστάτες του γάμου ως θρησκευτικού και πνευματικού θεσμού. 

Και στις δύο περιπτώσεις, τα ιδανικά του γάμου παρέμειναν στενά συνδεδεμένα με αυτό που και οι δύο πλευρές θεωρούσαν ιερή γραφή —αν και με πολύ διαφορετικές ερμηνείες. 

Αυτό εξακολουθούσε να ισχύει ακόμη και σε απολυταρχικές και βασιλικές καθολικές χώρες, που από τον δέκατο έβδομο αιώνα είχαν αρχίσει να επιμένουν ότι ο μονάρχης πρέπει να έχει τον τελευταίο λόγο ακόμη και για θρησκευτικά ζητήματα. 

Έτσι, οι αλλαγές που συνέβησαν στο εκκλησιαστικό δίκαιο ήταν πρωτίστως θεσμικού χαρακτήρα,  

Η εκκοσμίκευση τελικά συνέβη τον δέκατο έβδομο και δέκατο όγδοο αιώνα με την έλευση του λεγόμενου Διαφωτισμού. 

Οι κυβερνητικές ελίτ —ειδικά στη γερμανόφωνη Ευρώπη— άρχισαν να εγκαταλείπουν τελείως τα χριστιανικά ιδεώδη και επέμεναν ότι ο νόμος βασίζεται μόνο στη «λογική». 

Ο Lettmaier καταλήγει ότι «αυτό εξάλειψε βασικά όλες τις υπερ-θετικές κατευθυντήριες γραμμές (και τα δεσμευτικά όρια) της νομοθεσίας για τον γάμο». [11

Αυτό έδωσε στους κυβερνώντες των κρατών ακόμη μεγαλύτερη ελευθερία να διαμορφώσουν το γάμο με τον πιο βολικό τρόπο για αυτούς. 

Η εκκοσμίκευση των νόμων για τον γάμο έγινε τελικά ευρέως διαδεδομένη τον δέκατο ένατο αιώνα και η πολιτική του γάμου από τότε έγινε οποιαδήποτε πολιτική θεωρούνταν πολιτικά συνετή, ωφελιμιστική ή σκόπιμη.  

Σήμερα, η φύση του γάμου έχει τόσο διαχωριστεί από τις ιδιωτικές θρησκευτικές πτυχές του, ώστε να είναι πλήρως εύπλαστος σύμφωνα με καθαρά κοσμικούς νομικούς, πολιτικούς και νομοθετικούς λόγους. 

Ο καταλύτης για όλα αυτά, ωστόσο, εξακολουθούν να είναι οι επαναστατικές θεσμικές αλλαγές που μετέτρεψαν τον γάμο από ζήτημα ιδιωτικών συμφωνιών μέσα σε ένα θρησκευτικό θεσμό, σε «δημόσιο» ζήτημα που ορίζεται και ρυθμίζεται από ένα ολοένα και πιο ισχυρό κράτος. 
——————————————————– 

  • 1. Andrew J. Finch, «Parental Authority and the Problem of Clandestine Marriage in the Later Middle Ages», Law and History Review 8, Νο. 2 (Φθινόπωρο 1990): 190. 
  • 2. Ό.π., σελ. 199. 
  • 3. Saskia Lettmaier, «Marriage Law and the Reformation», Law and History Review 35, Νο. 2 (Μάιος 2017): 463. 
  • 4. Ibid. 
  • 5. Martin Van Creveld, The Rise and Decline of the State, (Cambridge, UK: Cambridge University Press, 1999) σελ. 67. 
  • 6. Lettmaier, «Law and the Reformation», σελ. 484.  
  • 7. Ibid. 
  • 8. Ό.π., σελ. 501. 
  • 9. Ό.π., σελ. 477. 
  • 10. Ό.π., σελ. 478.  
  • 11. Ό.π., σελ. 509. 

 

***

Ο Ryan McMaken  ( @ryanmcmaken ) είναι  αρχισυντάκτης στο Mises Institute. Ο Ryan έχει πτυχίο στα οικονομικά και μεταπτυχιακό στη δημόσια πολιτική και τις διεθνείς σχέσεις από το Πανεπιστήμιο του Κολοράντο. Ήταν οικονομολόγος στέγασης για την Πολιτεία του Κολοράντο. Είναι ο συγγραφέας του  Commie Cowboys: The Bourgeoisie and the Nation-State in the Western Genre .

 

Πηγή

Προβολές : 625


Μοίρασέ το:



Ετικέτες:

ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ


Ορισμένα αναρτώμενα από το διαδίκτυο κείμενα ή εικόνες, θεωρούμε ότι είναι δημόσια. Αν υπάρχουν δικαιώματα συγγραφέων, παρακαλούμε ενημερώστε μας, για να τα αφαιρέσουμε. Επίσης, σημειώνεται ότι οι απόψεις του ιστολογίου, μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου. Για τα άρθρα που δημοσιεύονται εδώ, ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρουμε, καθώς απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των συντακτών τους και δεν δεσμεύουν καθ’ οιοδνήποτε τρόπο, το ιστολόγιο. Ο διαχειριστής του ιστολογίου, δεν ευθύνεται για τα σχόλια και τους δεσμούς που περιλαμβάνει. Τονίζουμε ότι υφίσταται μετριασμός των σχολίων και παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, να έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
  • Κάθε γνώμη είναι σεβαστή, αρκεί να αποφεύγονται ύβρεις, ειρωνείες, ασυνάρτητος λόγος και προσβλητικοί χαρακτηρισμοί, πολύ περισσότερο σε προσωπικό επίπεδο, εναντίον των συνομιλητών ή και των συγγραφέων, με υποτιμητικές προσφωνήσεις, ύβρεις, υπονοούμενα, απειλές ή χυδαιολογίες.>
  • Μην δημοσιεύετε άσχετα με το θέμα σχόλια.
  • Ο κάθε σχολιαστής, οφείλει να διατηρεί ένα μόνον όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
  • Με βάση τα παραπάνω, η διαχείριση, διατηρεί το δικαίωμα μη δημοσίευσης σχολίων, χωρίς καμία άλλη προειδοποίηση.
  • Επιπλέον σας τονίζουμε, ότι το ιστολόγιο, λειτουργεί σε εθελοντική βάση και ως εκ τούτου, τα σχόλια θα αναρτώνται μόλις αυτό καταστεί δυνατόν.

Διαβάστε ακόμα

Δεν βρέθηκαν άρθρα.