Ταξείδι σε μια άλλη όμορφη κι ανθρώπινη  εποχή... “Τις Κυριακές να τις κρατάς παιδάκι μου”

Ταξείδι σε μια άλλη όμορφη κι ανθρώπινη εποχή... “Τις Κυριακές να τις κρατάς παιδάκι μου”

18 Σεπτεμβρίου, 2021 5 Από Καλλιόπη Σουφλή
Προβολές:555
Μοίρασέ το

 

Τις Κυριακές να τις κρατάς παιδάκι μου, έλεγε η γιαγιά μου η Κασσιανή.

“Από πού να τις κρατάω;” ρώταγα κάθε φορά που την άκουγα και συγχιζόταν τόσο που αμέσως έπαιρνε το χάπι για την πίεση.

 

 

 

Σαββατόβραδο και τι θα λέγατε να πάμε ένα μικρό ταξείδι στις αναμνήσεις μας…

Να γυρίσουμε σε κάποιες άλλες, λίγο μακρινές εποχές, που ζούσαμε απλά κι ανθρώπινα.
Μέσα από τις αναμνήσεις και το χιούμορ, ένα τέτοιο ταξείδι, είναι ανάσα ζωής.
Μια και δεν μπορούμε ούτε να ζήσουμε τώρα, ούτε καν να σχεδιάσουμε για το αύριο, ας γυρίσουμε στο χθες.
Αφιερωμένο, στις πιο παλιές γενιές, που τουλάχιστον ζήσαμε ακόμα και στα δύσκολα χρόνια.
Αφιερωμένο σ’ όλους αυτούς που την Κυριακή, όλη η οικογένεια μαζευόταν γύρω στο  τραπέζι με τα ανόθευτα μαγειρευτά φαγητά.
Και μην μου πείτε πως στον ουρανίσκο σας δεν έχουν μείνει θύμισες από κείνες τις καθαρές γεύσεις, γιατί δεν θα σας πιστέψω…
Επιστροφή στο παρελθόν λοιπόν, για μια ανάσα ψυχής…
Καλλιόπη Σουφλή

Τις Κυριακές να τις κρατάς παιδάκι μου, έλεγε η γιαγιά μου η Κασσιανή. 

“Από πού να τις κρατάω;” ρώταγα κάθε φορά που την άκουγα και συγχιζόταν τόσο που αμέσως έπαιρνε το χάπι για την πίεση.

Αυτό το παιδί ή χαζό είναι ή έχει βαλθεί να με σκάσει Παναγία μου, έλεγε μέσα από τα δόντια της και σταυροκοπιόταν, με έταζε στην Παναγία της Τήνου και σε όποια άλλη ήξερε κι έφτυνε στον κόρφο της.

Κι αυτό δεν το καταλάβαινα, γιατί να φτύνει στον κόρφο της γριά γυναίκα, αλλά τώρα ξέρω ότι μάλλον φοβόταν μήπως είναι κολλητική η χαζομάρα μου και πάρει κι αυτή καμιά δόση στα γεράματά της.

Κι άρχιζε πάλι το βιολί της για τη χρησιμότητα της Κυριακής στην ανάπαυση του ανθρώπου που όπως ο Θεός εργάστηκε 6 ημέρες και την εβδόμη αναπαύτηκε έτσι και ο άνθρωπος πρέπει την έβδομη μέρα δηλαδή την Κυριακή να αναπαύεται.

Όταν τα άκουγα αυτά μ’ έπιανε ένας τρόμος ανεξήγητος.

Πάσχιζα να καταλάβω τι δουλειά είχε κάνει ο Θεός επί έξι μέρες κι όσο μου εξηγούσαν ότι έφτιαξε όλο τον κόσμο σε 6 μέρες και μετά καθόοοοοοτανε, θαύμαζα που κοτζάμ Θεός ήθελε να φτιάξει όλο τον κόσμο κι έλεγα από μέσα μου αφού μια χαρά ήτανε μόνος του στο σύμπαν και τι τα ήθελε τα βάσανα.

Εκεί στην εφηβεία άρχισα να λέω πάλι μέσα μου, ότι δεν μπορεί ο Θεός θα είναι μεγάλη μαζόχα να τα έχει όλα τέλεια γύρω του και να φτιάξει όλους εμάς να τον πρήζουμε κάθε μέρα.

Αλλά η γιαγιά μου η Κασσιανή συνέχιζε το τροπάριό της για την Κυριακάτικη σχόλη και πολύ της άρεσε και η Βουγιουκλάκη στην Κόρη μου τη Σοσιαλίστρια που πάει εκδρομή, η καλή πλούσια τους καλούς φτωχούς εργάτες της με το φορτηγό για μπάνιο και τραγουδάει “Κυριακή γιορτή και σχόλη νάταν η βδομάδα όλη …” και δώστου ν’ ανεμίζει το μαλλί..

Ειδικά εκεί που όλοι παρακαλάγανε τον Παπαμιχαήλ να πάει στην εκδρομή μαζί τους κι αυτός έκανε νάζια και στο τέλος πέταγε τη φοβερή ατάκα “αφήστε με ρε παιδιά, δεν έχω κάνει και το κουμάντο μου” η γιαγιά μου η Κασσιανή κλασσικά το ίδιο “άντε βρε κερατά” και έσκαγε χαμόγελο με νόημα που δεν καταλαβαίναμε ο αδελφός μου κι εγώ αλλά δεν μας ένοιαζε καθόλου.

Τελικά αυτές οι Κυριακές της γιαγιάς μου της Κασσιανής δεν ήτανε καθόλου χαλαρές, ούτε αναπαυτικές.

Πρώτα πρώτα γιατί έπρεπε να σηκωθούμε πρωί να εκκλησιαστούμε ανελλιπώς γιατί μας έπαιρνε και μας σήκωνε αν δεν το κάναμε.

Μετά, με τα καλά μας ρούχα, έπρεπε να γυρίσουμε στο σπίτι και να ξεκινήσουμε την ιεροτελεστία του κυριακάτικου φαγητού εναλλάξ μια Κυριακή κοκκινιστό με μακαρόνια, μια Κυριακή αρνί στο φούρνο με πατάτες και τούμπαλιν.

Ο μπαμπάς μου γραβατωμένος, η μαμά μου με μαλλί ταψί από το κομμωτήριο που πήγαινε τα Σάββατα.

Κλασσικά καθόμαστε στο τραπέζι, η γιαγιά Κασσιανή με το ατσαλάκωτο μπλε φουστάνι της και η άλλη μου γιαγιά από τη μάνα μου που ήταν αγία γυναίκα και τη λέγανε Χέλγκα γιατί ήταν Γερμανίδα και την είχε αγαπήσει ο παππούς μου στη Ρόδο προ αμνημονεύτων ετών,

ο μπαμπάς γραβατωμένος και η μαμά με το ταψί στο κεφάλι, ο αδελφός μου που πάντα ήμασταν τσακωμένοι όταν καθόμαστε στο τραπέζι για χιλιάδες λόγους από τους οποίους δεν θυμάμαι κανένα,

η θεία Ελένη και ο θείος Δημήτρης που εκτός από το κουτί με τις πάστες έφερναν μαζί τους και τα δυο πολυαγαπημένα μας ξαδέλφια που μονίμως κλωτσιόμαστε κάτω από το τραπέζι και μας έδερναν οι μανάδες μας γιατί κάναμε -συν τοις άλλοις – και ψίχουλα.

Αυτό το – συν τοις άλλοις – ποτέ δεν το κατάλαβα και κανένας δεν μου το εξηγούσε.

Το χειρότερο είναι που μας κρεμάγανε κάτι τεράστιες πετσέτες στο λαιμό για να μη λερώσουμε τα κυριακάτικά μας ρούχα και είμαστε τόσο γελοίοι που ποτέ δεν μιλάγαμε γι΄αυτό στους φίλους μας έξω από το σπίτι, γιατί ντρεπόμαστε για τα χάλια μας, τυλιγμένοι στις άσπρες πετσέτες σαν τα μαμόθρεφτα.

Κι αφού ρημαδοτρώγαμε όσο πιο προσεκτικά γινόταν, μετά τρώγαμε υποχρεωτικά το φρούτο και υποχρεωτικά αποπάνω και το γλυκό κι ενώ λαχταρούσαμε να πάμε να παίξουμε με τα ξαδέλφια οι μανάδες μας αγριοκοίταγαν μην τυχόν τολμήσουμε να κουνηθούμε από το τραπέζι γιατί ήταν μεγάλη αγένεια να διακόψουμε την ιεροτελεστία αυτή.

Όταν καμιά ώρα τέλειωναν οι μεγάλοι και θέλανε να πούνε τα δικά τους μας άφηναν επιτέλους να πάμε στο δωμάτιό μας, αλλά πάλι προσοχή να μη λερωθείτε και τα λοιπά.

Κι έλεγα μέσα μου πώς να λερωθούμε αφού όλα είναι πεντακάθαρα αλλά έμαθα να μην εξωτερικεύω τις σκέψεις μου κι έλεγα πάντα “ναι μαμά” τρέχοντας να προλάβω τους άλλους που μαλλιοτραβιόντουσαν ήδη στο δωμάτιό μας.

Εκεί κατά τις 6 το απόγευμα το χαρωπό αυτό γεγονός της Κυριακάτικης σύναξης έπαιρνε τέλος κι άρχιζε το μαρτύριο της προετοιμασίας της σχολικής τσάντας για τη Δευτέρα, γιατί έπρεπε να κοιμηθούμε και νωρίς να μην έχουμε καθυστερήσεις στην πρωϊνή έγερση.

Η γιαγιά μου η Κασσιανή

                Φωτογραφία – 1989
Στίχοι:   Γιάννης Ξανθούλης
Μουσική:   Σταμάτης Σπανουδάκης
Άλκηστις Πρωτοψάλτη
Μια ευτυχισμένη Κυριακή του ‘33
κάναμε το αίσθημα σεμνή φωτογραφία
κι ύστερα κάτσαμε να φάμε
στο τραπέζι μας ψητό
σαλάτα, φρούτα και βανίλια παγωτό.
Ο Νίκος είχε άδεια απ’ τη μονάδα
υπηρετούσε κάπου στην Ορεστιάδα
κι ο φωτογράφος μας εφώναζε σε λίγο το πουλί
απ’ το φακό μου θα σας στείλει ένα φιλί.
Κι ύστερα γίναμε ωραία φωτογραφία
και κρεμαστήκαμε μεσ’ την τραπεζαρία
και παν πενήντα τόσα χρόνια
απ’ αυτή τη Κυριακή
και τώρα όλοι είμαστε κάτω απ’ τη γη

 

Πηγή

Προβολές : 555


Μοίρασέ το:



Ετικέτες:

ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ


Ορισμένα αναρτώμενα από το διαδίκτυο κείμενα ή εικόνες, θεωρούμε ότι είναι δημόσια. Αν υπάρχουν δικαιώματα συγγραφέων, παρακαλούμε ενημερώστε μας, για να τα αφαιρέσουμε. Επίσης, σημειώνεται ότι οι απόψεις του ιστολογίου, μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου. Για τα άρθρα που δημοσιεύονται εδώ, ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρουμε, καθώς απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των συντακτών τους και δεν δεσμεύουν καθ’ οιοδνήποτε τρόπο, το ιστολόγιο. Ο διαχειριστής του ιστολογίου, δεν ευθύνεται για τα σχόλια και τους δεσμούς που περιλαμβάνει. Τονίζουμε ότι υφίσταται μετριασμός των σχολίων και παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, να έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
  • Κάθε γνώμη είναι σεβαστή, αρκεί να αποφεύγονται ύβρεις, ειρωνείες, ασυνάρτητος λόγος και προσβλητικοί χαρακτηρισμοί, πολύ περισσότερο σε προσωπικό επίπεδο, εναντίον των συνομιλητών ή και των συγγραφέων, με υποτιμητικές προσφωνήσεις, ύβρεις, υπονοούμενα, απειλές ή χυδαιολογίες.>
  • Μην δημοσιεύετε άσχετα με το θέμα σχόλια.
  • Ο κάθε σχολιαστής, οφείλει να διατηρεί ένα μόνον όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
  • Με βάση τα παραπάνω, η διαχείριση, διατηρεί το δικαίωμα μη δημοσίευσης σχολίων, χωρίς καμία άλλη προειδοποίηση.
  • Επιπλέον σας τονίζουμε, ότι το ιστολόγιο, λειτουργεί σε εθελοντική βάση και ως εκ τούτου, τα σχόλια θα αναρτώνται μόλις αυτό καταστεί δυνατόν.

Διαβάστε ακόμα